ἀκροάομαι

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροάομαι Medium diacritics: ἀκροάομαι Low diacritics: ακροάομαι Capitals: ΑΚΡΟΑΟΜΑΙ
Transliteration A: akroáomai Transliteration B: akroaomai Transliteration C: akroaomai Beta Code: a)kroa/omai

English (LSJ)

[ᾰ Ar.Ra.315], fut. -άσομαι [ᾱ] Pl.Ap.37d, etc.: aor. ἠκροᾱσάμην Ar.l.c., etc.: pf.
A ἠκρόᾱμαι Arist.HA537b3: 2sg. plpf. ἠκρόασο Antiph.93 ἠκροᾶσο· ἠκροῶ, wrongly, AB98): aor. ἠκροάθην (in pass. sense) J.AJ17.5.2, Aristid.1.30 J.:—hearken, listen to: c. gen. pers., Antipho 5.4, Pl.Grg. 499b: c. acc. rei, Th.6.89, etc.: c. gen. rei, Th. 2.21, 6.17: c. gen. pers. et acc. rei, Pl.Hp.Ma.285d.
2 abs., listen, Hp.Int.35, Ar.Lys.503, Pherecr.154, Lys.19.3; ὁ ἀκροώμενος hearer, Eup.94.7; especially of those who hear lectures, X.Smp.3.6; also, reader, Philostr.VA5.14: c. gen., ἀνὴρ Ἀριστοτέλους ἠκροαμένος Str. 13.1.54, cf. Plu.Caes.3.
II attend to, obey, τινός Th.3.27, cf. Lys.20.9, Pl.Grg. 488c: abs., ἐνδοιαστῶς ἀ. Th.6.10.

Spanish (DGE)

1 oír, escuchar, prestar oído c. ac. de cosa τὰ κοινά Th.6.89, ἐπῳδήν Aeschin.3.192, διήγησιν LXX Si.6.35
c. ac. de cosa y gen. de pers. ἃ ἡδέως σου ἀκροῶνται Pl.Hp.Ma.285d
c. gen. de cosa χρησμῶν Th.2.21, λόγου Th.6.17, ἀπολογίας And.Myst.9, σάλπιγγος Eup.279, τῶν ἐφέσεων SEG 29.127.2.3 (Atenas II d.C.), δικαιολογίας SB 7033.32 (V d.C.)
c. gen. de cosa y pers. ἀ. τοῦ ψόφου τῶν ὀρυττόντων Plb.21.28.8
c. interr. indir. Hp.Int.23.
2 c. gen. de pers. oír, escuchar a, prestar oído a ἐμοῦ λέγοντος Pl.Ap.37d, Ἀσπασίας περαινούσης Pl.Mx.236a, αὐτῶν (ῥαψῳδῶν) X.Smp.3.6, Ἐπικούρου φυσιολογοῦντος Plu.2.1117b
ser oyente de, ser discípulo de ἀνὴρ Ἀριστοτέλους ἠκροαμένος Str.13.1.54, cf. Gal.19.227, Plu.Caes.3
ref. a personas en situación de superioridad atender, obedecer τῶν ἀρχόντων Th.3.27, ὑμῶν Th.3.37, ἐκείνων Lys.20.9, τοῦ ἰσχυροτέρου Pl.Grg.488c.
3 abs. escuchar, ser oyente, prestar oídos Hp.Int.35, Ar.Lys.503, Isoc.15.28, Is.6.2, πρὸς χάριν Arist.Rh.1354b34, ὁ ἀκροώμενος el oyente Eup.102.7, pero tb. ὁ ἀκροώμενος por la difusión oral de la literatura el lector Philostr.VA 5.14.
4 ser oyente como una clase de penitentes, Basil.M.32.797B.

German (Pape)

[Seite 82] (fut. -άσομαι, ἀκροάσασθαι, Plat. Ion. 530 d; perf. ἠκρόαμαι Arist. H. A. 4, 10; B. A. 98 ist aus Antiphan-ἠκροᾶσο statt ἠκροῶ angeführt), 1) hören, bes. aufmerksam anhören, τινός τι, z. B. τῶνδε τῶν σοφῶν οὐδὲν ἀκροᾷ Plat. Euthyd. 804 d; οἱ ἀκροώμενοι Ὁμήρου Rep. X, 605 c; Ἀσπασίας ἠκροώμην περαινούσης ἐπιτάφιὰν λόγον Menex. 236 a; mit dem gen. der Sache, τῆς ἀρχαιολογίας Hipp. mai. 285 d; τῶν λεγομένων Isocr. 14, 6; τούτους τοὺς λόγους Eryx. 403 d; im Heliasteneid, Dem. 24, 151 τοῦ τε κατηγόρου καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ἀμφοῖν ὁμοίως ἀκροάσομαι. – 2) auf Etwas hören, achten, Thuc. 6, 17 λόγου; gehorchen, τινός, Plat. Gorg. 488 c; Thuc. 3, 27; ἀκροατέον. Ar. Av. 1228.

French (Bailly abrégé)

-οῶμαι;
f. ἀκροάσομαι, ao. ἠκροασάμην, pf. ἠκρόαμαι;
1 écouter, gén. de pers., gén. ou acc. de chose ; abs. être auditeur ou disciple;
2 obéir à, gén. ; abs. se soumettre.
Étymologie: DELG ἄκρος, οὖς.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροάομαι: (ᾱο)
1 (внимательно) слушать: ἀ. τινος Plat. слушать кого-л.; ἀ. τινος и τι Thuc., Plat. слушать что-л.; δεόμεθ᾽ ὑμῶν μετ᾽ εὐνοίας ἀκροάσασθαι τῶν λεγομένων Isocr. мы просим вас благосклонно выслушать наши слова; οὗ Κικέρων ἠκροᾶτο Plut. (Аполлоний), слушателем которого был Цицерон;
2 слушаться, повиноваться (τινος Thuc., Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροάομαι: β΄ ἐν. παρατ. ἠκροᾶσο, Ἀντιφάν. ἐν «Ἐπιδαυρίῳ» 2: ― μέλλ. -άσομαι [ᾱ], Πλάτ. Ἀπολ. 37D, κτλ.: ἀόρ. ἠκροᾱσάμην, Ἀριστοφ. Βάτρ. 315, Πλάτ. κλπ.: ― πρκμ. ἠκρόᾱμαι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 10, 11: ― ἀόρ. ἠκροάθην (ἐπὶ παθ. ἐννοίας), Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 5, 2. Ἀριστείδ.: ― ἀποθ. (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ κλύω, μετὰ προθεματικοῦ α: πρβλ. στοιχ. Λ λ. IV.) Προσέχω εἴς τινα, ἀκούω μετὰ προσοχῆς: Συντάσσεται ὡς τὸ ἀκούω, μ. γεν. προσωπ. Ἀντιφ. 129, 38, Πλάτ. Εὐθύδ. 304D· μετ’ αἰτ. πράγ. Θουκ. 6. 17, κτλ· ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ μετὰ γεν. πράγ., Θουκ. 2. 21, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285D. 2) ἀπολ., ἀκροῶμαι, προσέχω, Ἀριστοφ. Λυσ. 504, Φερεκρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· ὁ ἀκροώμενος, ὁ ἀκροατής, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 6, ἰδίως ἐπὶ τῶν ἀκουόντων μαθήματα, μαθητής, Πλάτ. Πολ. 605C, Ξεν. Συμπ. 3, 6· ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. μ. γεν. ἀνὴρ Ἀριστοτέλους ἠκροαμένος, Στράβ. 608· πρβλ. Πλουτ. Καῖσ. 3, ἴδε καὶ ἀκρόαμα, ἀκροατής. ΙΙ. προσέχω εἴς τινα, ὑπακούω, τινός, Θουκ. 3. 27, Λυσ. 158. 35, Πλάτ. Γοργ. 488C: ἀπολ. ὑποτάσσομαι, Θουκ. 6.10.

Greek Monotonic

ἀκροάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ]· αόρ. αʹ ἠκροᾱσάμην, παρακ. ἠκρόᾱμαι· αποθ.·
I. 1. ακούω με προσοχή, προσέχω σε, με γεν. προσ., αιτ. πράγμ., σε Θουκ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., στον ίδ.
2. απόλ., ακούω, προσέχω, ὁ ἀκροώμενος, ακροατής, λάτρης, οπαδός, απόστολος, σε Πλάτ., Ξεν.
II. προσέχω, ασχολούμαι, παρακολουθώ, υπακούω σε, τινός, σε Θουκ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: hearken, obey (X.)
Origin: IE [Indo-European] GR [a formation built with Greek elements].
Etymology: Generally derived from ἄκρος and οὖς, from ἄκρον οὖς, i.e. prick up ears, Frisk GHÅ 56: 3, 21, but cf. Szemerényi, Stud. Myc. 3, 69ff. Phonetically difficult.

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
I. to hearken to, listen to, c. gen. pers., acc. rei, Thuc., etc.; c. gen. rei, Thuc.
2. absol. to listen, ὁ ἀκροώμενος a hearer, disciple, Plat., Xen.
II. to attend to, obey, τινός Thuc., etc.

Frisk Etymology German

ἀκροάομαι: {akroáomai}
Grammar: v.
Meaning: aufmerksam hören, hören, horchen (ion. att.),
Derivative: ὁ ἀκροώμενος auch der Leser (Philostr.). Mehrere Ableitungen: ἀκρόασις das Anhören, Gehorchen, auch Vorlesung, Hörsaal (ion. att.). — ἀκρόαμα das Gehörte, Gegenstand des Hörens, Gerücht, Vorlesung, Gesang (X., Arist., Plb., vgl. Radermacher Festschrift Kretschmer 162f.), im Plur. auch personifiziert Vorleser, Sänger (Plb. u. a.); davon ἀκροαματικός ‘(nur) zum Anhören bestimmt’ (Plu. u. a.); ferner die ngr. Denonunativa ἀκουρμάζω, κουρμαίνω hören (Hatzidakis; s. Glotta 4, 333). — ἀκροατής Zuhörer, Schüler, auch Leser (att., hell.) mit ἀκροατικός. — ἀκροατήριον Hörsaal, Zuhörerschaft (Act. Ap., Ph., Plu.). — Eine Weiterbildung liegt in ἀκροάζομαι (Epich.) vor.
Etymology: Schon Fick BB 1, 334 hat in ἀκροάομαι ein Kompositum von ἄκρος und οὖς erkannt. Das Wort ist eine sog. Zusammenbildung, d. h. eine Ableitung des Ausdrucks ἄκρον οὖς, eig. die Ohrspitze machen, die Ohren spitzen, Frisk GHÅ 56: 3, 21.
Page 1,59

Mantoulidis Etymological

ἀκρῶμαι (=ἀκούω με προσοχή). Πιθανόν ἀπό ρίζα ακρ + οὖς. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀκρόαμα, ἀκροαματικός, ἀκρόασις, ἀκροατέον, ἀκροατήριον, ἀκροατής, ἀκροάμων, ἀκροατικός.

Lexicon Thucydideum

auscultare, to listen to, obey, 2.21.3, 6.89.1,
obedire, to obey, 3.27.3, 3.37.2, 4.106.2, 6.10.5, 6.17.4.