ἁμαξοφόρητος

Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A carried in wagons, οἶκος, of the Scythians, Pi. Fr.104.

German (Pape)

[Seite 116] οἶκος, auf Wagen geführt, Pind. frg. 72.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξοφόρητος: ον = ὁ φερόμενος ἐν ἁμάξῃ, ἁμ. οἶκος, περὶ τῶν Σκυθικῶν οἰκημάτων, Πινδ. Ἀποσπ. 72.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
llevado por un carro οἶκος de los escitas, Pi.Fr.105b.2.

Greek Monolingual

ἁμαξοφόρητος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρεται, που μετακινείται με άμαξα
2. φρ. «ἁμαξοφόρητος οἶκος», για τους Σκύθες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + φορητός < φορέω, βλ. φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξοφόρητος: возимый на повозке: ἁ. οἶκος Pind. кибитка.