Σκύθες

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

Greek Monolingual

οι / Σκύθαι, ΝΜΑ
νομαδικός λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής ο οποίος κατά τον 8ο και τον 7ο π.Χ. αιώνα μετανάστευσε από την κεντρική Ασία στην σημερινή νότια Ρωσία και με κέντρο την Κριμαία ίδρυσε μια πλούσια και ισχυρή αυτοκρατορία, που διατηρήθηκε επί πέντε αιώνες, προτού υποκύψει στους Σαρμάτες κατά το διάστημα από τον 4ο ώς τον 2ο π.Χ. αιώνα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Σκύθες μοναχοί»
εκκλ. μοναχοί της Σκυθίας οι οποίοι είχαν μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιουστίνου Α' και προκάλεσαν την ανανέωση της θεοπασχητικής έριδας, εντυπωσιάζοντας όσους ήλθαν σε επαφή μαζί τους με την αξιόλογη θεολογική κατάρτιση και τον ζήλο τους, χωρίς όμως να κατορθώσουν να θεμελιώσουν τις ακραίες απόψεις τους.