ἀμφίπαλτος

Revision as of 16:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A tossed about, re-echoing, αὐδή AP15.27.10 (Besant.).

German (Pape)

[Seite 141] ringsum geschwungen, αὐδή, rings wiederhallend, Simmi. (XV, 27).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπαλτος: -ον, ὁ πανταχόθεν παλλόμενος, ὁ ἀντηχῶν, αὐδὴ Ἀνθ. Π. 15. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lancé autour ; qui fait écho.
Étymologie: ἀμφί, πάλλω.

Spanish (DGE)

-ον resonante αὐδά Simm.Ouum 17.

Greek Monotonic

ἀμφίπαλτος: -ον (πάλλω), αυτός που πάλλεται παντού, αυτός που αντηχεί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίπαλτος: раздающийся вокруг (αὐδή Anth.).