ἀμφινάω

Revision as of 16:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A flow round about, ὕδατος ἀμφιναέντος Emp.84.

German (Pape)

[Seite 141] rings umfließen, ὕδατος ἀμφινάοντος Empedocl. 282.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφινάω: περιρρέω, ὕδωρ ἀμφινάον Ἐμπεδ. 228.

Spanish (DGE)

fluir enteramente alrededor ὕδατος ... ἀμφιναέντος Emp.B 84.10.

Greek Monolingual

ἀμφινάω (Α)
ρέω, χύνομαι ολόγυρα από κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφινάω: течь вокруг, обтекать (ὕδατος βένθος ἀμφινάοντος Emped. ap. Arst.).