βένθος
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
βένθεος, Att. βένθους, τό, poet., = βάθος, depth of the sea, κατὰ βένθος ἁλός Il. 18.38,49; ἁλὸς βένθοσδε Od.4.780, 8.51: in plural, ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν 1.53; ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358; βένθεσι λίμνης 13.21, 32; also βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316: metaph., βένθεϊ σῆς κραδίης = in the depths of your heart AP5.273 (Paul. Sil.).—Used also by Emp.35.3, al., Pi. O.7.57, and in lyr., E.Fr.304, Ar.Ra.666. (Cf. βαθύς.)
Spanish (DGE)
βένθεος, τό
• Morfología: [ép. plu. dat. βένθεσσιν Il.1.358]
profundidad, abismo del mar κατὰ βένθεος ἁλός Il.18.38, cf. E.Fr.304, εἰς βένθος ἀμαυρόν A.Fr.273a.6, ἐνέρτατον βένθος δίνης Emp.B 35.3, ὕδατος βένθος Emp.B 84.10
•frec. en plu. ἐν βένθεσσιν ἁλός Il.1.358, cf. Alcm.89.5, Ar.Ra.666, βένθεσι λίμνης Il.13.21, 32, cf. Hes.Th.365, θαλάσσης ... βένθεα Od.1.53, βένθεα πόντου h.Cer.38, ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν Pi.O.7.57, cf. Orph.A.68
•fig. βαθείης βένθεσιν ὕλης Od.17.316, βένθεα νυκτὸς ἐρεμνᾶς Stesich.8.3, βένθεϊ σῆς κραδίης AP 5.274 (Paul.Sil.).
• Etimología: v. βαθύς.
German (Pape)
[Seite 442] (Nebenform von βάθος, vgl. πάθος πένθος), τό, die Tiefe; bei Hom. meist die Tiefe des Meeres: κατὰ βένθος ἁλός Iliad. 18, 38. 49, θαλάσσης πάσης βένθεα Odyss. 1, 53. 4, 386, ἐν βένθεσσιν ἁλός Iliad. 1, 358. 18, 36, βένθεσι λίμνης Iliad. 13, 21, βαθείης βένθεσι λίμνης Versende 18, 32; vom Walde Odyss. 17, 316 βαθείης βένθεσιν ὕλης Versende, offenbar nach dem Muster der eben vorgelegten Stelle Iliad. 13, 32 gedichtet. – Pind. Ol. 7, 57 ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν. – Oefter bei Sp. übertr., κραδίης P. Sil. 27 (V, 274); ἐχεφροσύνης Id. 68 (IX, 767).
French (Bailly abrégé)
ion. βένθεος, att. βένθους (τό) :
fond, profondeur.
Étymologie: poét. cf. βάθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βένθος βένθους, zonder contr. βένθεος, τό βαθύς poët. voor βάθος, diepte, afgrond:. κατὰ βένθος ἁλός in de diepte van de zee Il. 18.49; βαθείης βένθεσιν ὕλης in de diepten van het dichte woud Od. 17.316.
Russian (Dvoretsky)
βένθος: εος τό тж. pl.
1 глубь, глубина (ἁλός, λίμνης Hom.; ἁλμυροῖς ἐν βένθεσιν Pind.; βένθει τῆς κραδίης Anth.);
2 чаща, дебри (ὕλης Hom.).
Frisk Etymological English
See also: s. βαθύς.
Middle Liddell
poet. for βάθος, as πένθος for πάθος
the depth of the sea, Hom.; also in plural, θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός Il., Hom.:—also of a wood, βένθεσιν ὕλης Od.
English (Autenrieth)
εος (βαθύς): depth, also pl., depths; θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν, Od. 1.53; βένθεα ὕλης, Od. 17.316; ἁλὸς βένθοσδε, ‘into deep water,’ Od. 4.780.
English (Slater)
βένθος
1 depth, abyss ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν (O. 7.57)
Greek Monolingual
το (Α βένθος)
ο βυθός της θάλασσας
νεοελλ.
1. ο βυθός των ωκεανών, των θαλασσών, των ποταμών και των λιμνών
2. το σύνολο των ζωικών και φυτικών οργανισμών που ζουν στον βυθό των θαλασσών και των λιμνών
αρχ.
φρ. «βένθει σῆς κραδίης» — στο βάθος της καρδιάς σου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βάθος, βαθύς.
Greek Monotonic
βένθος: -εος, τό, ποιητ. αντί βάθος, όπως το πένθος αντί πάθος, το βάθος της θάλασσας, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός, σε Ομήρ. Ιλ., Οδ.· επίσης λέγεται για το ξύλο, βένθεσιν ὕλης, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
βένθος: -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ βάθος, ὡς πένθος, πάθος, τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, κατὰ βένθος ἁλὸς Ἰλ. Σ. 38. 49· ἁλὸς βένθοσδε Ὀδ. Δ. 780., Θ. 51· - ἐν τῷ πληθ., ὅστε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν Α. 53· ἐν βένθεσσιν ἁλός Ἰλ. Λ. 358· βένθεσι λίμνης ὁ αὐτ. Ν. 21, 32· - ὡσαύτως, βαθείης βένθεσιν ὕλης Ὀδ. Ρ. 316· - μεταφ. βένθεϊ σῆς κραδίης Ἀνθ. II. 5. 274· - Ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Πινδάρω καὶ ἅπαξ ἢ δὶς παρὰ Τραγ. ἐν χορικοῖς, Εύρ. Ἀποσπ., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 666.
Frisk Etymology German
βένθος: {bénthos}
See also: s. βαθύς.
Page 1,233