ἀνάτρησις
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀνατιτράω)
A perforation, Ph.Bel.57.16; trepanning, Plu.Cat.Ma.9, Leonid. ap. Aët.15.12. 2 hole bored, Plu.2.968b.
German (Pape)
[Seite 212] ἡ, das Durchbohren, Plut. Cat. mai. 9; Löcher, Höhlungen, Plut. Sol. anim. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάτρησις: -εως, ἡ, (ἀνατιτράω) διάτρησις, διατρύπησις, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 9. 2) ἡ ἀνοιχθεῖσα ὀπή, ὁ αὐτ. 2. 341A.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 opération du trépan;
2 trou.
Étymologie: ἀνατιτράω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 perforación τόρμων Ph.Bel.57.16
•med. trepanación Plu.Cat.Ma.9, Leonid. en Aët.15.12 (p.37.16).
2 orificio Plu.2.968b.
Greek Monotonic
ἀνάτρησις: -εως, ἡ (ἀνά, τετραίνω), διάτρηση, διαπέρασμα, διατρύπηση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάτρησις: εως ἡ1) просверливание, трепанация (τῆς κεφαλῆς Plut.);
2) вырытая яма, подземный ход Plut.