διάτρηση

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

η (AM διάτρησις) διατετραίνω
1. τρύπα, πόρος, αυλός
2. η ενέργεια για τη διάνοιξη οπής, διατρύπηση, τρύπημα
νεοελλ.
φρ. «διάτρηση στομάχου, εντέρων ή θώρακα» — απότομη διάνοιξη οπής με έγχυση του περιεχομένου τους στην περιτοναϊκή κοιλότητα
αρχ.
πόρος, αυλός οστού (Γαληνός).