διάτρηση

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

η (AM διάτρησις) διατετραίνω
1. τρύπα, πόρος, αυλός
2. η ενέργεια για τη διάνοιξη οπής, διατρύπηση, τρύπημα
νεοελλ.
φρ. «διάτρηση στομάχου, εντέρων ή θώρακα» — απότομη διάνοιξη οπής με έγχυση του περιεχομένου τους στην περιτοναϊκή κοιλότητα
αρχ.
πόρος, αυλός οστού (Γαληνός).