ἀναλόω
English (LSJ)
A v. ἀναλίσκω.
German (Pape)
[Seite 196] Stammform zu ἀναλίσκω; ἀναλοῖ Aesch. Sept. 975; ἀνηλοῦντο, sie tödteten sich, Thuc. 3, 81; ἀνάλουν 8, 45; ἀναλοῦν Ar. frg.; τὰ εἰς τὴν πόλιν ἀναλούμενα Xen. Hier. 11, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱλόω: ἀρχαῖος τύπος τοῦ ἀναλίσκω, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἀνήλουν ; les autres temps servent à la conjug. de ἀναλίσκω;
c. ἀναλίσκω;
Moy. ἀναλόομαι-οῦμαι (impf. 3ᵉ pl. ἀνηλοῦντο) se détruire, se tuer.
Étymologie: v. ἀναλίσκω.
Spanish (DGE)
(ἀνᾱλόω)
• Morfología: [impf. sin aum. ἀνάλουν Ar.Fr.220; c. -η- analógica ἀνηλοῦντι POxy.1143.6 (I a.C.)]
I 1matar, aniquilar γένος A.Th.815, σφᾶς αὐτούς Th.4.48
•sacrificar en v. pas. περιστερὶς εἰς τὰς θυσίας POxy.l.c.
2 v. med. matarse, suicidarse Th.3.81.
II 1gastar χίλια τάλαντα Th.2.24, εἰς οἷ' ἀνάλουν ... τὰ χρήματα Ar.l.c., cf. POxy.l.c., τὰ εἰς τὴν πόλιν ἀναλούμενα X.Hier.11.1
•abs. gastar dinero Ar.Pl.248, Th.8.45.
2 comer, devorar κρέα Paus.10.4.10, τὸ μὲν τεῖχος ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀναλούμενον I.BI 7.321.
3 fig. malgastar λόγους E.Med.325.
Greek Monotonic
ἀνᾱλόω: αρχ. τύπος του ἀναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱλόω: Aesch., Eur., Arph., Thuc., Arst. = ἀναλίσκω.