ἀναλίσκω
ὁποία δ' ἦν αὕτη ἡ παίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues
English (LSJ)
E.IT337, Ar.Th.1131, Th.7.48:—also ἀνᾱλόω Hp.VM 10, A.Th.813, E.Med.325, Ar.Pl.248, Arar.10, Th.2.24, al., Democr. 280, X.Hier.11.1: impf.
A ἀνήλισκον Pl.R. 552b, X.Cyr.1.2.16, ἀνάλισκον App.BC3.58, ἀνάλουν Ar.Fr.220.2, Th.8.45: fut. ἀνᾱλώσω E. Cyc.308, Pl.R. 568d: aor. ἀνήλωσα S.Aj.1049, Lys.19.18, etc., ἀνάλωσα [ᾱ] E.El.681 (s.v.l.) and later: pf. ἀνήλωκα Lys.26.3, etc., and ἀνάλωκα [ᾱ] Th.2.64 codd. and later:—Pass., fut. ἀνᾱλωθήσομαι E. Hipp.506, D.22.19, wrongly ἀνηλωθήσομαι PRev.Laws51.17 (iii B.C.), ἀνᾱλώσομαι Gal.15.129: aor. ἀνηλώθην and ἀνᾱλώθην: pf. ἀνήλωμαι and ἀνάλωμαι:—in Attic Inscrr. both forms are found in cent. v, ἀναλίσκω only from cent. iv onwards. The augmented forms are sometimes wrongly used, ἀνηλοῦντι POxy.1143 (i A. D.), ἀνηλώσῃ PStrassb.92.17 (iii B. C.); cf. ἀνήλωμα: ἀνάλωσα is found at Amorgos, IG12(7).22.16, and at Delos, ib.11(2).161A114:—use up, spend, Ar.Pl.381: abs., ib.248; τὰ ἀναλωθέντα ἀποδοῦναι Th.1.117; ἀναλίσκω εἴς τι spend upon a thing, Id.7.83, Ar.Fr.220, Pl.Phd. 78a, R.561a, al.; πρός τι D.3.19; ὑπὲρ φιλοτιμίας Id.18.66: c. dat., Ἰσοκράτει ἀργύριον ἀναλίσκω spend money in paying him, Id.35.40:—Pass., τἀνηλωμένα = the monies expended Id.18.113; τοῦτο γὰρ μόνον οὐκ ἔστι τἀνάλωμ' ἀναλωθὲν λαβεῖν E.Supp. 776.
2 metaph., ἀνήλωσας λόγον = have wasted words, S.Aj.1049, cf. E.Med.325; χρόνον καὶ πόνον ἐπί τινι Pl.R. 369e; σώματα καὶ πόνους πολέμῳ Th.2.64; τὴν τῶν προγόνων δόξαν Pl.Mx.247b; ἀναλίσκω ὕπνον = waste time in sleep, Pi.P.9.27; λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας = waste the day in idle talk, diem eximere dicendo, Plu.Aem.30.
3 consume, σιτία Hp.VM10; κρέα Paus.10.4.10; of animals, in Pass., to be eaten, Pl.Prt. 321b:—Pass., to be expended, εἰς τὴν πιμελήν in forming fat, Arist.GA727b1, al.
II of persons, kill, destroy, τοὺς ἀναλωθέντας A.Ag.570, cf. S.OT1174, Fr.892, E.El.681, Th.8.65:—Med. kill oneself, Id.3.81: —Pass., to be consumed, perish, Pl.Plt. 272d; to be disposed of, be got rid of, ib.289c. (ἀνά, ἁλίσκομαι.)
Spanish (DGE)
(ἀνᾱλίσκω) • Alolema(s): lesb. ὀναλίσκω IG 12(2).7.4 (Mitilene IV a.C.)
• Morfología: [pres. part. ἀναλίσκοισα Pi.P.9.25; impf. sin aum. ἀνάλισκον App.BC 3.58; fut. ind. ἀναλώσω Men.Epit.255; aor. sigm. ἀνήλωσα Hyp.Epit.26; ἀνάλωσα POxy.1295.8-9 (II/III a.C.), ἀναλώθη BGU 362 p.VI.11 (III a.C.); formas con -η- analógicas: ἀνηλίσκωμεν PSI 439.21 (III a.C.), ἀνηλίσκεται PSI 500.5 (III a.C.), ἀνηλώσῃ PStras.92.17 (III a.C.), cf. Moer.25]
A tr.
I c. compl. de pers. matar, destruir ὡς ἀναλώσαιμί νιν S.OT 1174, cf. Fr.892, E.El.681, IT 337, Th.8.65
•en v. pas. τοὺς ἀναλωθέντας A.A.572, cf. E.Hipp.506, μὴ ὑπ' ἀλλήλων ἀναλωθῆτε Ep.Gal.5.15
•consumir σώματα καὶ πόνους ἀνηλωκέναι πολέμῳ Th.2.64, cf. II 1.
II c. compl. de cosas
1 gastar τρεῖς μνᾶς Ar.Pl.381, στάτηρας ἐξήκοντα IG l.c. τὰ ἴδια Arist.Pol.1305b40, τὴν χορηγίαν Plb.9.9.11, cf. Lys.19.18, Pl.R.561a, 568d, D.22.19
•gastar en algo c. giro preposicional ἀνήλωσαν χρήματα ... ἐς τὸν πόλεμον Th.7.83, cf. Lys.26.3, Pl.Phd.78a, Is.6.60, 7.39, ἂν τὰ παρόντ' ἀναλώσῃ πρὸς ἃ μὴ δεῖ D.3.19, εἰς τὰ τοιαῦτα M.Ant.1.4
•c. otras determinaciones τι ἀναλίσκω διὰ τὰς ἐπιθυμίας Pl.Phd.83b, ὑπὲρ φιλοτιμίας D.18.66
•c. dat. Ἰσοκράτει ἀργύριον ἀναλίσκω gastar dinero en Isócrates D.35.40
•abs. gastar dinero ἐν περιπολίοις ... ἀναλίσκοντας Th.7.48, πλούσιος ὢν ἀνήλισκεν Pl.R.552b, παρ' αὑτοῦ ἀνάλωσεν εἰς τὰ ἱερεῖα IG 12(7).22.16 (Amorgos III a.C.), cf. PSI ll.cc.
•en v. pas. χρήματα τὰ ἀναλωθέντα Th.1.117, τοῦ ἀνηλωμ[έ] νου χαλκοῦ PTeb.212 (II a.C.), τἀνάλωμ' ἀναλωθέν E.Supp.776, τὰ ἀναλισκόμενα el dinero gastado PHal.1.96 (III a.C.), τὰ ἀνηλωμένα Is.5.28, cf. D.18.113.
2 de alimentos consumir, comer σιτία Hp.VM 10, δαῖτ' ... πικράν E.Cyc.308, δένδρων τοὺς φλοιούς Plb.7.1.3, cf. Plu.2.730a, τὸ ὑγρὸν ἐκπονοῦντες ἀνήλισκον X.Cyr.1.2.16, del báculo de Moisés convertido en serpiente τὰς τῶν Αἰγυπτίων βακτηρίας ... ἀνήλωσεν I.AI 2.287
•abs. celebrar un banquete καὶ θύοντας καὶ ἀναλίσκοντας ἥκει τόκον ἀπαιτήσων y cuando unos celebran un sacrificio y un banquete, (el inoportuno) viene a pedir unos intereses Thphr.Char.12.11
•en v. pas. ser devorado de animales, Pl.Prt.321b
•consumir, tener παῦρον ... ὕπνον Pi.P.9.25.
3 fig. c. cont. peyor. gastar, malgastar λόγον S.Ai.1049, σοφὰ μάτην Ar.Th.1131, χρόνον καὶ πόνον Pl.R.369e, cf. Plu.2.783c, Aem.30, μηδ' ἀναλώσοντες αὐτὴν (τὴν τῶν προγόνων δόξαν) Pl.Mx.247b, ἐπαίνους ἐς τὴν πολιτείαν αὐτοῦ App.BC 3.58
•arruinar ἡμεῖς δ' ἀναλώσαντες αἰσχύναις δόμον E.HF 1423
•marchitar κάλλος Isoc.1.6.
4 cien. absorber en v. pas. ὅταν (τὸ ὑγρόν) ἀναλωθῇ Arist.Mete.382b26, εἰς τὴν πιμελὴν ἀνηλωμένης τῆς περιττώσεως convirtiéndose la secreción en grasa Arist.GA 727b1
•del alma asumir el cuerpo, Gr.Naz.M.35.784A.
5 fig. en v. pas. ἀνήλωνται quedan ya tratados Pl.Plt.289c.
B intr. en v. med. consumirse, perecer τὸ σῶμα ἀναλίσκεται Hp.Aph.1.14, τὸ γήινον ... ἀνήλωτο γένος la raza nacida de la tierra ... se consumió, pereció Pl.Plt.272d.
• Etimología: Cf. ἁλίσκομαι.
German (Pape)
[Seite 196] fut. ἀναλώσω, aor. att, ἀνάλωσα, wie perf. ἀνάλωκα; die augmentirten Formen ἀνήλωσα und in composs. κατηνάλωσα, (s. unten), ἀνήλωκας, Xen. Cyr. 2, 2, 15 (ἀπαναλωκυῖα s. unt.), werden von den Atticisten, obwohl diese auch nicht unter sich übereinstimmen, verworfen; pass. ἀνάλωμαι u. ἀναλώθην. Die codd. kommen aber mit dieser Vorschrift nicht überein, vgl. Ellendt Lex. Soph. Im Plat. finden sich ἀνήλισκεν Rep. VIII, 552 b, ἀνηλώσαμεν Ep. XIII, 361 b, ἀνήλωτο Polit. 272 d; ἀνήλωσεν Is. 5, 35; ἀνηλωκέναι Dem. 18, 279, u. sonst in Bekk. Ausgaben; ἀναλωθήσομαι, Eur. Hipp. 508. Das Wort scheint mit ἁλίσκομαι zusammenzuhängen. S. auch ἀναλόω. Zuerst bei Pind. P. 9, 16; auswenden, verbrauchen, theils absolut, meist mit dem Nebenbegriff des schlechten, unrichtigen Verbrauchs, verschwenden; mit dem acc., τὰ παρόντα πρὸς ἃ μὴ δεῖ Dem. 3, 19; dem λαμβάνω öfter entgeggstzt, z. B. 18, 82; πάντα τρόπον, alle Mittel anwenden, 23, 208; theils mit Hinzufügung des Zweckes, εἴς τι, oft bei Plat.; τάλαντα, λόγους, Dem. 13, 27. 18, 279; τὸν τοῦ πράττειν καιρὸνεἰστὸ παρασκευάζεσθαι, die Zeit zum Handeln mit Rüstungen hinbringen, 4, 37; χρόνον καὶ πόνον ἐπὶ σίτου παρασκευῇ Plat. Rep. II, 369 e; – verzehren, aufreiben, tödten, Aesch. Ag. 556; Soph. O. R. 1 174; Plat. γένος Polit. 272 d, δόξαν Menex. 247 b; – auszahlen, τί τινι, Dem. 33, 40.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνήλισκον, f. ἀναλώσω, ao. ἀνήλωσα, pf. ἀνήλωκα, pqp. ἀνηλώκειν;
Pass. f. ἀναλωθήσομαι, ao. ἀνηλώθην, pf. ἀνήλωμαι, pqp. ἀνηλώμην;
1 dépenser : τὰ χρήματα εἴς τι PLAT dépenser sa fortune pour qch ; fig. dépenser ou perdre (son temps, ses forces, etc.);
2 en parl. de pers. faire périr ; Pass. être perdu, périr : εἰς τοῦθ' ὃ φεύγω νῦν ἀναλωθήσομαι EUR je retomberai pour ma perte dans le danger que j'évite maintenant.
Étymologie: cf. ἀναλόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱλίσκω: и ἀνᾱλόω (impf. ἀνήλισκον и ἀνήλουν или ἀνάλουν, fut. ἀνᾱλώσω, aor. ἀνήλωσα и ἀνάλωσα, pf. ἀνήλωκα и ἀνάλωκα; pass.: fut. ἀνᾱλωθήσομαι, aor. ἀνηλώθην и ἀνᾱλώθην, pf. ἀνήλωμαι и ἀνάλωμαι)
1 расходовать, тратить, употреблять (τρεῖς μνᾶς Arph.; χρήματα εἴς τινα и εἴς τι Xen., Plat., Arst., Plut., ἐπί τινι Plat., πρός τι, ὑπέρ τινος и τινί Dem.);
2 растрачивать, расточать, терять (ἔπη Arph. и λόγους Dem.; σώματα πολέμῳ Thuc.; ἴδια Arst.; χρόνον καὶ πόνον Plat.; μάτην ὁ βίος ἀνάλωται Plut.);
3 уничтожать, истреблять, губить, убивать (τινά Trag., Thuc.; θηρία Xen.; τὸ γήϊνον πᾶν γένος Plat.): οἱ ἀναλωθέντες Aesch. убитые; ὡς ἕκαστοι ἐδύναντο ἀνηλοῦντο Thuc. (некоторые из осажденных) покончили с собой кто как мог;
4 исключать, устранять (ἀναλίσκεσθαι καὶ ἀποχωρίζεσθαι ἀπό τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλίσκω: Εὐρ. Ι. Τ. 337, Ἀριστοφ. Θεσμ., Θουκ. 7. 48, Πλάτ.: ὡσαύτως ἀνᾱλόω Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Αἰσχύλ. Θήβ. 813, Εὐρ. Μήδ. 325, Ἀριστοφ. Πλ. 248, Ἀποσπ. 15, Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 3, Θουκ. 2. 24., 3. 81., 4. 48., 6. 12., 8. 45., Ξεν. Ἱερ. 1, 11: παρατ. ἀνήλισκον Πλάτ., Ξεν., ἀνάλουν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 15, Θουκ. 8. 45: μέλλ. ἀνᾱλώσω Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἀνήλωσα καὶ ἀνάλωσα [ᾱ]: πρκμ. ἀνήλωκα καὶ ἀνάλωκα [ᾱ]: ― Παθ., μέλλ. ἀνᾱλωθήσομαι Εὐρ., Δημ., ἀνᾱλώσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἀνηλώθην καὶ ἀνᾱλώθην: πρκμ. ἀνήλωμαι καὶ ἀνάλωμαι. Οἱ τύποι τῶν δεχομένων αὔξησιν χρόνων ποικίλλουσι μεταξὺ ἀναλ- καὶ ἀνηλ- ἐν τοῖς ἀρίστοις χειρογρ.· οἱ ἀττικίζοντες ἀπορρίπτουσι τοὺς ἀνηλ- τύπους, ἀναμφιβόλως διότι τὸ α εἶναι ἤδη μακρόν· ἀλλ’ ἐν παλαιᾷ τινι Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 147) ὑπάρχει ἀνέλοσαν (ὅ ἐ. ἀνήλωσαν) καὶ ἐν ἄλλῃ (158) ἀνηλώθη: οἱ δὲ τύποι ἠνάλωσα, ἠνάλωμαι, ἠναλώθην ἀπαντῶσι μόνον ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προθ. κατὰ (κατ-) ὡς, κατηνάλωσα. ― [Ἡ μορφὴ τοῦ ῥήματος τούτου φαίνεται σχετίζουσα αὐτὸ πρὸς τὸ ἁλίσκομαι· ἀλλ’ ὅμως ἡ διάφορος ποσότης τῆς συλλαβῆς αλ, ὁ ἐνεργ. τύπος τοῦ ῥήματος, ἡ μεταβ. ἔννοια τοῦ πρκμ., καὶ ὑπὲρ πάντα ἡ διαφορὰ τῆς σημασίας, δεικνύουσιν ὅτι τὸ ῥῆμα ἔχει ἄλλην ἀρχήν]. Δαπανῶ, ἐξοδεύω, Ἀριστοφ. Πλ. 381· ἀπολ., αὐτόθι 248: ἰδίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, κατασπαθῶ, καταναλίσκω χρήματα, κατασπαταλῶ, Θουκ. 1. 117., 7. 83· ἀν. εἴς τι, δαπανῶ πρός τι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 15, Πλάτ. Φαίδων 78A, Πολ. 561A καὶ ἀλλ.· ἐπί τινι αὐτόθι 369E· πρός τι Δημ. 33. 26· ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 247. 7· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἰσοκράτει ἀργύριον ἀν., δαπανῶ ἵνα πληρώσω αὐτόν, ὁ αὐτ. 937. 25: ― Παθ., τἀνηλωμένα, τὰ δαπανηθέντα χρήματα, ὁ αὐτ. 264. 15· τοῦτο γὰρ μόνον οὐκ ἔστι τἀνάλωμ’ ἀναλωθὲν λαβεῖν Εὐρ. Ἱκ. 776. 2) μεταφ., τίνος χάριν τοσόνδ’ ἀνήλωσας λόγον; Σοφ. Αἴ. 1049, κτλ.· χρόνον καὶ πόνον Πλάτ. Πολ. 369E· ἀν. σώματα πολέμῳ Θουκ. 2. 64· τὴν τῶν προγόνων δόξαν Πλάτ. Μενέξ. 247B· τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ «καὶ τὸν ἑωθινὸν δ’ ὀλίγον ἐπερχόμενον τοῖς βλεφάροις ἡδὺν ὕπνον ἀφανίζουσα καὶ ἀναλίσκουσα» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 41, ἀλλ’ οἱ νεώτεροι ἑρμηνευταὶ ἐξηγοῦσι: σπανίως παρέχουσα εἰς τὰ ἑαυτῆς βλέφαρα ὕπνον κτλ. Ἴδε σημ. Δοναλσ. ἐν τόπῳ 3) ἁπλῶς καταναλίσκω, σιτία Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12: ― Παθ., δαπανῶμαι, καταναλίσκομαι, εἰς τὴν πιμελήν, πρὸς σχηματισμὸν πιμελῆς πάχους, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 19, 17, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, φονεύω, καταστρέφω, τοὺς ἀναλωθέντας Αἰσχύλ. Ἀγ. 570, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1174, Ἀποσπ. 763, Εὐρ. Ἠλ. 681, Θουκ. 8. 65: ― Μέσ., φονεύω ἐμαυτόν, «σκοτώνομαι», ὁ αὐτ. 3. 81: ― Παθ., ἀφανίζομαι, καταστρέφομαι, τὸ γήϊνον ἤδη πᾶν ἀνήλωτο γένος Πλάτ. Πολιτικ. 272D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐκποδὼν γίγνομαι, ἐκλείπω, ἀνήλωνται αὐτόθι 289C.
English (Slater)
ᾰνᾱλίσκω spend of time (“hingeben, opfern” Fränkel) τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ spending in a short time the sweet sleep that comes on the eyes about dawn (P. 9.25)
English (Strong)
from ἀνά and a form of the alternate of αἱρέομαι; properly, to use up, i.e. destroy: consume.
Greek Monolingual
(Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, -όω, Ν και αναλώνω)
1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω
2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ
3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.)
αρχ.
1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω
2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν, μέ ξεφορτώνονται
3. (το ουδ. της παθ. μτχ. πρκμ. στον πληθ. ως ουσ.) τἀνηλωμένα
τα δαπανημένα χρήματα
4. φρ. «ἀναλίσκω ὕπνον», ξοδεύω την ώρα μου, τον χρόνο μου στον ύπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναFαλίσκω, με σίγηση του F και συναίρεση τών δύο –α—σε ᾱ. Ο τ. ἀναλίσκω χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο αντί του ἁλίσκω, το οποίο είναι σπάνιο και μεταγενέστερο. Η κύρια σημασία του ρ. φαίνεται να είναι «καταστρέφω, καταναλώνω», το δε προθεματικό ἀνα- υπογραμμίζει την έναρξη της πράξεως και δίνει στους ενεργητικούς τύπους μεταβιβαστική αξία (πρβλ. ἀναιρῶ «σκοτώνω, καταστρέφω»). Οι τύποι της παθητικής είναι αρχαίοι και πολυάριθμοι και έδωσαν λαβή στη δημιουργία της μεταβιβαστικότητας. Η γενικότερη σημασία του ρ. εμφανίζεται σε εκφράσεις όπως σιτία ἀναλίσκειν (Ιπποκρ.), ἀναλισκομένοις (Πλάτων) κλπ. για τα ζώα που έχουν καταβροχθισθεί, απ’ όπου η σημασία «καταστρέφω, αφανίζω» - ως ευφημισμός του «σκοτώνω, σφάζω» -πέρασε στην παθητική. Στην αττική διάλεκτο ο τ. χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα για να εκφράσει το «ξοδεύω, δαπανώ». Μ΄αυτή τη σημασία εμφανίζεται στα λογοτεχνικά κείμενα και στις επιγραφές. Τέλος, παράλληλα προς το ἀναλίσκω δημιουργήθηκε επίσης μεταβατικός ενεστώτας ἀναλῶ (-όω).
ΠΑΡ. ανάλωμα, ανάλωση (-ις), αναλωτής
μσν.- νεοελλ.
αναλώσιμος
νεοελλ.
αναλωτός].
Greek Monotonic
ἀνᾱλίσκω: και ἀνᾱλόω· παρατ. ἀνήλισκον και ἀνάλουν, μέλ. ἀνᾱλώσω, αόρ. αʹ ἀνήλωσα και ἀνάλωσα [ᾱ], παρακ. ἀνήλωκα και ἀνάλωκα [ᾱ]· — Παθ. μέλ. ἀνᾱλωθήσομαι, αόρ. αʹ ἀνηλώθην και ἀνᾱλώθην, παρακ. ἀνήλωμαι και ἀνάλωμαι (η ποσότητα της δεύτερης συλλαβής και του Ενεργ. τύπου, κάνουν αμφίβολο αν το ρήμα είναι σύνθ. του ἀνά και ἁλίσκομαι),
I. 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ ή διασπαθίζω χρήματα, σε Θουκ.· εἴς τι, σε κάτι, σε Πλάτ. κ.λπ.· πρός τι, σε Δημ.· ὑπέρ τινος, στον ίδ. — Παθ. τἀνηλωμένα, τα χρήματα που έχουν δαπανηθεί, στον ίδ.
2. μεταφ., ἀνάλωσας λόγον, «κατανάλωσες», ξόδεψες τα λόγια σου, σε Σοφ.· ἀν. σώματα πολέμῳ, σε Θουκ.
II. λέγεται για πρόσωπα, σκοτώνω, καταστρέφω, σε Τραγ. — Μέσ., αυτοκτονώ, σε Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: use up, spend, consume (A.).
Other forms: Fut. ἀναλώσω, Aor. ἀνήλωσα, with a new present ἀναλόω
Derivatives: ἀνάλωσις expenditure, consumption (Thgn.),
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From *ἀνα-Ϝαλίσκω orig. tear up, consume. S. ἁλίσκομαι.
Middle Liddell
[The quantity of the 2nd syllable and the active form make it doubtful whether this verb is a compound of ἀνά, ἁλίσκομαι.]
I. to use up, to spend, lavish or squander money, Thuc.; εἴς τι upon a thing, Plat., etc.; πρός τι Dem.; ὑπέρ τινος Dem.:—Pass., τἀνηλωμένα the monies expended, Dem.
2. metaph., ἀνάλωσας λόγον hast wasted words, Soph.; ἀν. σώματα πολέμωι Thuc.
II. of persons, to kill, destroy, Trag.:—Mid. to kill oneself, Thuc.
Frisk Etymology German
ἀναλίσκω: {anālískō}
Forms: Fut. ἀναλώσω, Aor. ἀνήλωσα, wozu ein neues Präsens ἀναλόω
Grammar: v.
Meaning: aufwenden, verbrauchen, verschwenden (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἀνάλωσις Aufwand, Verbrauch (ion. att.), ἀνάλωμα Aufwand, Ausgabe (vorw. att.), ἀνήλωμα (Pap., Inschr.), sekundäres Simplex ἄλωμα (böot., Fraenkel Nom. ag. 1, 119); Demin. ἀναλωμάτιον (Ph., Pap.). ἀναλωτής Verschwender (Pl.); ἀναλωτικός verschwenderisch, verbrauchend (Pl., Ph. u. a.).
Etymology: Aus *ἀναϝαλίσκω eig. aufreißen, bzw. an sich reißen, verzehren. Vgl. ἁλίσκομαι.
Page 1,102
Chinese
原文音譯:¢nal⋯skw 安那-利士可
詞類次數:動詞(3)
原文字根:向上-消耗 相當於: (אָכַל) (כָּלָה)
字義溯源:耗盡,毀滅,滅絕,燒滅,消滅;由(ἀνά)*=上,回復)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成
出現次數:總共(3);路(1);加(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 要滅絕(1) 帖後2:8;
2) 消滅了(1) 加5:15;
3) 燒滅(1) 路9:54
Mantoulidis Etymological
(=ξοδεύω). Ἀπό τήν πρόθ. ἀνά + ϝαλ + ισκ + ω → ἀναλίσκω. Δέν ἔχει σχέση μέ τό ρῆμα ἁλίσκομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀνάλωσις (κατανάλωσις), ἀνάλωμα (παρανάλωμα), ἀναλωτής (καταναλωτής), ἀναλωτέος, ἀναλωτικός.
Lexicon Thucydideum
sumptus facere, to make expense, 7.48.5, 8.4.1.
Translations
destroy
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ; Egyptian Arabic: روح, خرب; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀/销毁, 摧毀/摧毁, 破壞/破坏, 毀壞/毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן