ἀνθρηνιώδης

Revision as of 16:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

German (Pape)

[Seite 234] ες, zellenartig, Plut. qu. nat. 19 καὶ πολύπορος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρηνιώδης: -ες, παρόμοιος ἀνθρηνίῳ, δηλ. μὲ κηρήθραν, ἀνθρ. καὶ πολύπορος Πλούτ. 2. 916Ε.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un nid de bourdons, càd disposé en cellules.
Étymologie: ἀνθρήνιον, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες en forma de panal ἀ. καὶ πολύπορος Plu.2.916e.

Greek Monolingual

ἀνθρηνιώδης (-ους), -ες (Α) ανθρήνιον
αυτός που μοιάζει με κερήθρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρηνιώδης: похожий на гнездо шершней, т. е. ячеистый (σάρξ Plut.).