ἀπόπλανος

Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ὁ,

   A fallacy, Cratin.Jun.7.    2 impostor, Hsch.

German (Pape)

[Seite 319] = πλάνος, ὁ, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπλᾰνος: -ον, ὁ μακρὰν πλανώμενος, Παῦλ. Σιλεντ. Ἄμβων. 197. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σόφισμα, ταράττειν… τοῖς ἀντιθέτοις, τοῖς πέρασι, τοῖς παρισώμασιν, τοῖς ἀποπλάνοις Κρατῖν. Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1.

Spanish (DGE)

(ἀπόπλᾰνος) -ου, ὁ 1 ret. digresión τοῖς ἀντιθέτοις ... τοῖς ἀποπλάνοις Cratin.Iun.7.
2 engañador, impostor Hsch.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπλᾰνος: ὁ обманчивое умозаключение Diog. L.