engañador
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Spanish > Greek
ἀπόπλανος, ἀπατήνωρ, ἀπατήλιος, ἀπατεών, εἰρωνευτής, ἐξαπατητήρ, δολιόβουλος, δολιογνώμων, διάβολος