ἀριστοκρατικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
aristocratiquement.
Étymologie: ἀριστοκρατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοκρᾰτικῶς: аристократически (ἄρχειν Arst.).
adv.
aristocratiquement.
Étymologie: ἀριστοκρατικός.
ἀριστοκρᾰτικῶς: аристократически (ἄρχειν Arst.).