ἀριστοκρατικῶς
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
French (Bailly abrégé)
adv.
aristocratiquement.
Étymologie: ἀριστοκρατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστοκρᾰτικῶς: аристократически (ἄρχειν Arst.).