ἀριστοκρατικῶς

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
aristocratiquement.
Étymologie: ἀριστοκρατικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστοκρᾰτικῶς: аристократически (ἄρχειν Arst.).

Spanish

excelentemente