ἀρρενογονία

Revision as of 17:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A begetting or bearing of male children, Arist.HA585b11.

Greek Monolingual

η (Α ἀρρενογονία) αρρενογόνος
η γέννηση αρσενικών παιδιών.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενογονία: ἡ мужское потомство Arst.