αρρενογόνος

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀρρενογόνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει σχέση με την αρρενογονία
αρχ.
1. αυτός που γεννά αρσενικά παιδιά
2. ως ουσ. το ἀρρενογόνον
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -γόνος < γίγνομαι.