ἀτρεμεί

Revision as of 17:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Adv. of

   A ἀτρεμής, ἀτρεμί Ar.Nu.261; ἀτρεμεί dub. in Alex.124.12.

German (Pape)

[Seite 388] = ἀτρεμί, Herm. bei Ar. Nubb. 262; Alex. Ath. 383 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμεί: ἢ -ί, Ἐπίρρ. τοῦ ἀτρεμὴς γραφόμενον ἀτρεμὶ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 261, ἀλλ’ ἀτρεμεὶ ἐν Ἀλέξιδος «Λέβητι» 5. 12, κατὰ τὸν κανόνα τῶν Γραμματ., ἴδε Δινδ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

c. ἀτρέμας.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀτρεμί GDRK 56.48
adv.
1 fijamente, sin movimiento ἔχ' ἀ. estate quieto Ar.Nu.261, ἀτρε μὶ δ' ἑστειῶτι GDRK l.c., cf. Hdn.Epim.p.255, Theognost.Can.165.13.
2 tranquilamente, en paz ἄλλων ... καὶ ἀ. ζώντων Eust.Op.137.10.

Greek Monolingual

ἀτρεμεί και ἀτρεμί επίρρ. (Α) τρέμω
σταθερά, ήρεμα.

Greek Monotonic

ἀτρεμεί: ή ί, επίρρ. του ἀτρεμής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμεί: v. l. ἀτρεμί adv. Arph. = ἀτρέμα.