ἀτρεμεί

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμεί Medium diacritics: ἀτρεμεί Low diacritics: ατρεμεί Capitals: ΑΤΡΕΜΕΙ
Transliteration A: atremeí Transliteration B: atremei Transliteration C: atremei Beta Code: a)tremei/

English (LSJ)

Adv. of ἀτρεμής, ἀτρεμί Ar.Nu.261; ἀτρεμεί dub. in Alex.124.12.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀτρεμί GDRK 56.48
adv.
1 fijamente, sin movimiento ἔχ' ἀ. estate quieto Ar.Nu.261, ἀτρε μὶ δ' ἑστειῶτι GDRK l.c., cf. Hdn.Epim.p.255, Theognost.Can.165.13.
2 tranquilamente, en paz ἄλλων ... καὶ ἀ. ζώντων Eust.Op.137.10.

German (Pape)

[Seite 388] = ἀτρεμί, Herm. bei Ar. Nubb. 262; Alex. Ath. 383 e.

French (Bailly abrégé)

c. ἀτρέμας.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμεί: v.l. ἀτρεμί adv. Arph. = ἀτρέμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμεί: ἢ -ί, Ἐπίρρ. τοῦ ἀτρεμὴς γραφόμενον ἀτρεμὶ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 261, ἀλλ’ ἀτρεμεὶ ἐν Ἀλέξιδος «Λέβητι» 5. 12, κατὰ τὸν κανόνα τῶν Γραμματ., ἴδε Δινδ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ἀτρεμεί και ἀτρεμί επίρρ. (Α) τρέμω
σταθερά, ήρεμα.

Greek Monotonic

ἀτρεμεί: ή ί, επίρρ. του ἀτρεμής, σε Αριστοφ.