ἀφιπποτοξότης
English (LSJ)
A v. ἀμφιπποτ-.
German (Pape)
[Seite 412] s. ἀμφιπποτοξότης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιπποτοξότης: ἴδε ἀμφιπποτοξότης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ arquero a caballo Plu.2.197c, D.S.19.29.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιπποτοξότης: ου ὁ конный стрелок Diod.