ἀφιπποτοξότης
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
v. ἀμφιπποτοξότης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ arquero a caballo Plu.2.197c, D.S.19.29.
German (Pape)
[Seite 412] s. ἀμφιπποτοξότης.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιπποτοξότης: ἴδε ἀμφιπποτοξότης.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιπποτοξότης: ου ὁ конный стрелок Diod.
Translations
mounted archer
ca: arquer a cavall; cs: jízdní lučištník; de: berittener Bogenschütze, Bogenschütze zu Pferde; el: εφιπποτοξότης, ιπποτοξότης, έφιππος τοξότης, έφιππος τοξοβόλος; grc: ἀμφιπποτοξότης, ἀφιπποτοξότης, ἔφιππος τοξότης, ἱπποτοξότης, τοξότης ἀφ' ἵππων; en: mounted bowman, horse-archer, horse archer, mounted archer, mounted bowman, horseback archer; es: arquero a caballo; fr: archer à cheval, archer monté; he: קשת רכוב; hu: lovasíjászat; id: pemanah berkuda; it: arciere a cavallo; ja: 弓騎兵; ko: 궁기병; lt: raitieji lankininkai; ms: pemanah berkuda; ro: arcaș călare; ru: конный лучник; sv: beridet bågskytte; ta: ஏற்ற வில்வித்தை; zh: 弓騎兵