αὐτοθάνατος

Revision as of 17:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[θᾰ], ον,

   A dying by one's own hand, Plu.2.293e.

German (Pape)

[Seite 397] ὁ, der Selbstmörder, Plut. qu. gr. 12.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοθάνᾰτος: [ᾰ], -ον, αὐτὸς ἑαυτὸν φονεύσας, Πλούτ. 2. 293Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se donne lui-même la mort, suicide.
Étymologie: αὐτος, θάνατος.

Spanish (DGE)

-ον suicida παρθένος Plu.2.293e.

Greek Monolingual

αὐτοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοθάνατος: оканчивающий жизнь самоубийством (παρθένος Plut.).