αυτόχειρας

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόχειρ, [-ειρος]) χειρ
αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια
αρχ.
1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια
2. εργάτης, πρωτεργάτης
3. φονιάς, δολοφόνος
4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο
4. παθ. αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα ίδια τα χέρια κάποιου.

Translations

suicide

Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر‎, مُنْتَحِرَة‎; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: zelfmoordenaar, zelfmoordenaares, zelfmoordenaarster; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: suicidé, suicidée, suicidant, suicidante; German: Selbstmörder, Selbstmörderin, Suizidant, Suizidantin, Suizident, Suizidentin; Greek: αυτόχειρ, αυτόχειρας; Ancient Greek: αὐτοφόνος, αὐτόχειρ, αὐτοσφαγής, αὐτοκτόνος, αὐθέντης, αὐτοθάνατος, αὐτοφόνευτος; Hebrew: מתאבד‎, מתאבדת‎; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: suicida; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری‎‎; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: suicida; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: самоубийца; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: suicida; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش‎, خُودْکُش‎; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى‎; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig