βαυκίδες

Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

αἱ, a kind of

   A woman's shoes, Ar.Fr.342, Alex.98.7, Herod. 7.58.

German (Pape)

[Seite 439] αἱ, eine Art bequemer Weiberschuhe, Alexis bei Ath. XIII, 568 b.

Greek (Liddell-Scott)

βαυκίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων πεδίλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 311, Ἄλεξ. Ἰσοστ. 1. 7.

Spanish (DGE)

-ων, αἱ
zapatos de mujer de origen jonio, Ar.Fr.355, Alex.103.7, Herod.7.58, Luc.Lex.10.11, EM 192.17G., Poll.7.94.

• Etimología: Quizá rel. c. βαυκός, βαυκίζω q.uu.

Greek Monolingual

βαυκίδες, αι (Α)
πολυτελή γυναικεία υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαυκός, χωρίς να αποκλείεται μία σχέση με το βαυκαλώ].

Russian (Dvoretsky)

βαυκίδες: αἱ женская обувь Arph.