Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαυκαλώ

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523

Greek Monolingual

βαυκαλῶ (-άω) (Α)
1. βαυκαλίζω
2. κραυγάζω
3. φροντίζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βαυκαλώ συνδέεται σημασιολογικά με το βαυβώ και υποστηρίχτηκε ότι αρχικά ήταν σύνθετο (βαυ- + κηλώ «μαγεύω, τέρπω, θέλγω»). Κατ' άλλους όμως τα βαυκαλώ και βαυκαλίζω είναι παράγωγα του βαύκαλος, που μαρτυρείται μόνο στο Μέγα Ετυμολογικό, ενώ σύμφωνα με μία τρίτη υπόθεση το βαύκαλος προήλθε από το βαυκαλώ με υποχωρητικό σχηματισμό (βλ. και βαυκός)].