βάλαγρος
English (LSJ)
ὁ, a fresh-water fish, prob. a kind of
A carp, Arist.HA 538a15.
Greek (Liddell-Scott)
βάλαγρος: ὁ, εἶδος ἰχθύος ζῶν ἐντὸς γλυκέων ὑδάτων, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 11, 7.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ ict. especie de barbo Arist.HA 538a15; cf. βάλερος.
Russian (Dvoretsky)
βάλαγρος: ὁ рыба усач (Barbus fluviatilis) Arst.