γαστρίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of γαστήρ, γαστρίον, Ar.Nu.392.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
γαστρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γαστήρ, γαστρίον, Ἀριστοφ. Νεφ. 392.
Spanish (DGE)
-ου, τό
vientrecito, tripita sent. despect., Ar.Nu.392.
Greek Monotonic
γαστρίδιον: τό, υποκορ. του γαστήρ, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γαστρίδιον: τό животик, брюшко Arph.