βουκόλημα

Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A beguilement, τῆς λύπης Babr.136.9.

German (Pape)

[Seite 456] τό, Trost, Linderung, Suid.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
adoucissement, soulagement (d’un chagrin).
Étymologie: βουκολέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό alivio τῆς λύπης Sud.β 420.

Greek Monolingual

βουκόλημα, το (Α) βουκολώ
ξεγέλασμα, ανακούφιση.

Greek Monotonic

βουκόλημα: -ατος, τό, εξαπάτηση, ξεγέλασμα· τῆς λύπης, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

βουκόλημα: ατος τό смягчение, утоление (τῆς λύπης Babr.).