εξαπάτηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α ἐξαπάτησις)
η πράξη και το αποτέλεσμα του εξαπατώ, απάτη, εμπαιγμός, ξεγέλασμα, καταδολίευση («ἐξαπατήσεως δημοσίᾳ σε γράψομαι», Αθήν.).
η (Α ἐξαπάτησις)
η πράξη και το αποτέλεσμα του εξαπατώ, απάτη, εμπαιγμός, ξεγέλασμα, καταδολίευση («ἐξαπατήσεως δημοσίᾳ σε γράψομαι», Αθήν.).