γήρως

Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Greek (Liddell-Scott)

γήρως: συνῃρ. γεν. τοῦ γῆρας.

French (Bailly abrégé)

v. γῆρας.

Spanish (DGE)

v. γῆρας.

Greek Monotonic

γήρως: συνηρ. γεν. του γῆρας.

Russian (Dvoretsky)

γήρως: стяж. gen. к γῆρας.