γεύμεθα

Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. prés. contr. de γεύω.

Greek Monotonic

γεύμεθα: ποιητ. αʹ πληθ. του γευόμεθα, Μέσ. παρακ. του γεύω.

Russian (Dvoretsky)

γεύμεθα: дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к γεύω.