Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
Menander, Monostichoi, 250
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. prés. contr. de γεύω.
Greek Monotonic
γεύμεθα: ποιητ. αʹ πληθ. του γευόμεθα, Μέσ. παρακ. του γεύω.
Russian (Dvoretsky)
γεύμεθα: дор. (= γευόμεθα) 1 л. pl. praes. med. к γεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεύμεθα athem. indic. praes. med. 1 plur., zie γεύω.