adv.dans l’abondance (vivre).Étymologie: δαψιλής.
δαψῐλῶς: Theocr. δαψῐλέως обильно, в изобилии (ζῆν Xen.; χρῆσθαι Arst.; μᾶλα κυλίνδειν τινί Theocr.; παρέχειν πάντα Diod.).