δεκαδεύς

Revision as of 18:15, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one of a decury, X.Cyr.2.2.30.    II chairman of a board of ten, in acc. sg. δεκαδῆ, IG4.748.21 (Troezen).

German (Pape)

[Seite 542] ὁ, zu einer Decurie gehörend, Xen. Cyr. 2, 2, 30.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαδεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν δεκαδαρχίαν (decurio), Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
qui fait partie d’une décurie.
Étymologie: δεκάς.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Morfología: [ac. sg. δεκαδῆ IG 4.748.21 (Trezén IV a.C.)]
1 decurión, miembro de una decuria al mando de un decadarco δεκάδαρχοι μὲν δεκαδέων ἐπιμέλονται X.Cyr.8.1.14, cf. 2.2.30.
2 presidente del consejo de los diez uno por cada tribu de Trezén IG l.c.

Greek Monolingual

δεκαδεύς (-έως), ο (Α) δεκάς
1. αυτός που ανήκει σε μία δεκαδαρχία
2. ο πρόεδρος δεκαμελούς συμβουλίου.

Greek Monotonic

δεκαδεύς: -έως, ὁ (δεκάς), αυτός που ανήκει σε μια δεκαρχία, σε μία διοίκηση που αποτελείται από δέκα άντρες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δεκᾰδεύς: έως ὁ солдат той же декады, товарищ по декаде (см. δεκάς
2) Xen.