δεκάς
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
δεκάδος, ἡ,
A company of ten, Il.2.126, Hdt.3.25; of ships, A. Pers.340, etc.: generally, company, ἧς καὶ σὺ φαίνει δεκάδος E.Supp. 219; number, tale, τῶν ἐτέων ἡ δ. οὐκ ὀλίγη Call.Fr.489; ἡ Ἀττικὴ δεκάς, the ten Attic orators, Luc.Scyth.10.
2 Λύκου δεκάς = the company of Lycus, a name given to bribed dicasts at Athens, because the bribers were to be found near the statue of Lycus in the courts of law, Eratosth. ap. Harp.s.v.
II the number ten, περὶ τῆς δεκάδος, title of work by Archytas, cf. Philol.11, Arist.Metaph.1084a12; τέλειον ἡ δεκάς, Pythag., ib.986a8, cf. Fr.203.
III = δεκάτη 1, Hsch. s.v. δεκατευταί.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
A c. valor colect.
I de pers.
1 decena, grupo de diez, Il.2.126, 128, Od.16.245, Alcm.1.99 (dud.), Hdt.3.25, δεκὰς ἀνδρῶν = grupo de diez hombres Hld.9.3.1, cf. 11.1, εἰς δεκάδας αὐτοὺς ἀριθμῶν agrupándolos de diez en diez, en grupos de diez (para diezmarlos), D.C.Epit.7.17.6, cf. Plu.Ant.39, AB 240.12
•ἡ Ἀττικὴ δεκάς = los diez oradores áticos del canon alejandrino, Luc.Scyth.10, cf. AP 7.573 (Leont.)
•ἡ τετάρτη δεκὰς ἁγίων ref. a los cuarenta mártires de Sebaste IGLBulg.223.2 (V d.C.).
2 milit. década, contingente de diez hombres al mando de un δεκάδαρχος y de modo más impreciso sección, pelotón, tropa formada por un número reducido de hombres, Robert, Et.Epigr.et Phil.119 (Quíos V/IV a.C.), cf. Poll.1.127, Hsch.s.u. δεκάδες y δεκαδάρχαι
•en el ejército persa, X.Cyr.2.1.24, 6.3.13
•en la infantería macedonia, Anaximen.4, Arr.An.7.23.3, 4, cf. Alciphr.2.34.1
•en la flota rodia, tomando parte en embajadas sagradas Παναθηναϊστᾶν Ἡρακλεϊστᾶν δεκάς Clara Rhodos 2.48.15 (p.211) (I a.C.), cf. SEG 15.497.5, 9 (Rodas I a.C.)
•en la caballería, en el proyecto militar de Jenofonte grupo de diez jinetes, X.Eq.Mag.2.3, 5.7
•fig. de peces agrupados como en una formación militar banco, sección de diez Ael.NA 9.53, Opp.H.1.443.
3 c. connotaciones neg. grupo, banda ἧς καὶ σὺ φαίνῃ δεκάδος también resultas pertenecer a ese tipo de gente (los que se creen superiores a los dioses), E.Supp.219
•Λύκου δεκάς = la compañía de Lico n. dado a los que sobornaban a los jueces junto a la estatua del héroe Lico, como etim. de δεκάζω Eratosth. en Harp.s.u. δεκάζων, Phot.δ 148.
II de cosas y abstr.
1 decena, conjunto de diez de barcos, flotilla de diez naves, A.Pers.340, en otros cont. πίσυρας ... ταλάντων ... δεκάδας AP 14.122 (Metrod.), δραχμάων τρίφατον δεκάδος ... βρῖθος triple peso de una decena de dracmas, e.e. un peso de treinta dracmas Nic.Th.102, δεκὰς σταδίων μία epigr. en Plu.Aem.15, δεκὰς ἰχνίων decena de pasos, e.e. diez pies métricos, Simm.Ouum 10, τὴν συνήθη δεκάδα τῶν ζητημάτων Plu.2.736c, δεκὰς ὀργυιῶν diez brazas Hld.9.3.1, (ἰάμβων) Amph.Seleuc.339.
2 ref. al tiempo, frec. con gen. plu. del lapso cronológico:
a) década, decena de días ὅταν δὲ ἄλλη δεκὰς γένηται y tras un nuevo lapso de diez días Hp.Vict.3.74, de semanas τέσσαρες δεκάδες ἑβδομάδων ἡμέραι εἰσὶ διηκόσιαι ὀγδοήκοντα cuarenta semanas suman doscientos ochenta días Hp.Carn.19, de años εἰς δεκάδα ἐτῶν por diez años Hld.9.26.3, 10.26.3, ποιμαίνειν πολλὰς εἰς ἐτέων δεκάδας Gr.Naz.M.37.1474A, ref. a las decenales, fiesta de décimo aniversario de los emperadores romanos, Socr.Sch.HE 1.38
•esp. ref. a la edad, siempre de años ἑπτὰ βίου δεκάδας CEG 554, δεκάδας δέκ' ἐτῶν διαμείψας CEG 477 (ambas Ática IV a.C.), τέσσαρας εἰς ἐτέων ἐρχομένη δεκάδας AP 6.47 (Antip.Thess.), τὰς πολλὰς τῶν ἐτέων δεκάδας AP 7.295 (Leon.), cf. AP 9.55.2 (Lucill.), epigr. en IKyzikos 521.5 (I a.C.), IMEG 45.3 (imper.), πέντε ... ἐν σταδίοις δεκάδας τελέσας ἐνιαυτῶν AP 16.372, cf. 7.157, 16.358;
b) en sg., c. valor colect. conjunto de décadas, número de décadas de años τῶν ... ἐτέων ἡ δεκὰς οὐκ ὀλίγη de mis años no son pocas las décadas Call.Fr.1.6, cf. AP 5.282 (Agath.), δεῦρ' ἴτε, τῆς ἐτέων ληθόμενοι δεκάδος acudid, sin fijaros en el número de sus décadas, AP 5.13 (Phld.).
B sin valor colect.
I fil. el número diez, el diez como abstracción, Ph.1.348, Plu.2.740a, Theol.Ar.58
•como número perfecto en la fil. pitagórica, Arist.Metaph.986a8, cf. 1084a12, Fr.203, Porph.VP 52, Περὶ τῆς δεκάδος tít. de una obra de Arquitas, Archyt.B 5
•en lit. judeo crist., Clem.Al.Strom.6.16.133
•como uno de los constituyentes del pléroma gnóstico de eones, Iren.Lugd.Haer.1.1.3, 15.2.
II como sinón. de δεκάτη = diezmo Hsch.s.u. δεκατευταί.
III como adj. diez en plu. δεκάδεσσιν μέλος νευρῇσιν ἱέντες Apoll.Met.Ps.32.4, cf. 143.22.
German (Pape)
[Seite 542] άδος, ἡ, ein Zehend, eine Summe, Abtheilung von Zehnen; Homer dreimal, von Männern, Decurie: Odyss. 16, 245 μνηστήρων δ' οὔτ' ἂρ δεκὰς ἀτρεκὲς οὔτε δύ' οἶαι, ἀλλὰ πολὺ πλέονες; Iliad. 2, 126. 128 εἴ περ γάρ κ' ἐθέλοιμεν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε, ὅρκια πιστὰ ταμόντες, ἀριθμηθήμεναι ἄμφω, Τρῶας μὲν λέξασθαι ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν, ἡμεῖς δ' ἐς δεκάδας διακοσμηθεῖμεν Ἀχαιοί, Τρώων δ' ἄνδρα ἕκαστον ἑλοίμεθα οἰνοχοεύειν, πολλαί κεν δεκάδες δευοίατο οἰνοχόοιο. – Folgende: Herodot. 3, 25; Eurip. Suppl. 219. Auch = »die Zahl Zehn«, abstract, u. übh. = »Zahl«, Agath. 20 (V, 282), vgl. Philod. 18 (V, 13).
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
I. groupe de dix, dizaine ; particul.
1 section de dix soldats, décurie;
2 ἡ Ἀττικὴ δεκάς LUC le groupe des dix orateurs attiques;
II. le nombre dix.
Étymologie: δέκα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκάς -άδος, ἡ [δέκα] groep van tien, tiental; m. n. milit. van soldaten of schepen;; ἡ Ἀττικὴ δ. het Attische tiental (d.w.z. de tien kanonieke Attische redenaars) Luc. 68.10; uitbr. groep:. ἧς καὶ σὺ φαίνει δεκάδος tot die categorie lijk ook jij te behoren Eur. Suppl. 219.
Russian (Dvoretsky)
δεκάς: άδος ἡ
1 десяток (ἐς δεκάδας διακοσμεῖσθαι Hom.; εἷς ἐκ δεκάδος Her.; δ. νεῶν Aesch.): ἡ Ἀττικὴ δ. Luc. аттическая десятка (ораторов) (т. е. Антифонт, Андокид, Лисий, Исократ, Исей, Эсхин, Демосфен, Гиперид, Ликург, Динарх), ἧς καὶ σὺ φαίνει δεκάδος γεγώς Eur. и ты, кажется, из этого десятка, т. е. такой же, как они;
2 декада, десятка (подразделение из десяти бойцов Xen.);
3 филос., мат. десятка, десятерица (τέλειον ἡ δ. Pythagoras ap. Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δεκάς: -άδος, ἡ, ὅμιλος ἐκ δέκα, Λατ. decuria, Ἰλ. Β. 126, Ἡρόδ. 3. 25, Αἰσχύλ. Πέρσ. 340, κτλ.· - καθόλου, συντροφία, ἑταιρεία ἧς καὶ σὺ φαίνει δεκάδος Εὐρ. Ἱκέτ. 219· ἡ Ἀττικὴ δ., οἱ δέκα Ἀττ. ῥήτορες, Λουκ. Σκύθ. 10, πρβλ. Φιλόστρ. 564. 2) Λύκου δεκάς, ἡ συντροφία τοῦ Λύκου· τοῦτο τὸ ὄνομα ἐδίδετο ἐν Ἀθήναις εἰς δωροδοκήσαντας δικαστάς, διότι (ὡς ἐλέγετο) οἱ διαφθείροντες αὐτοὺς συνεστρέφοντο παρὰ τὸ ἄγαλμα τοῦ Λύκου ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Ἐρατοσθ. παρ᾿ Ἁρπ. ἐν λ. ΙΙ. ὁ ἀριθμὸς δέκα, Ἀριστ. Μεταφ. 12. 8, 17· τέλειον ἡ δ., ἀρχή τις Πυθαγόρειος, αὐτόθι 1. 5, 3, πρβλ. Ἀποσπ. 198.
Greek Monolingual
η (AM δεκάς) δέκα
1. ο αριθμός που αποτελείται από δέκα μονάδες
2. ομάδα δέκα ατόμων
νεοελλ.
σύνολο δέκα ομοειδών αντικειμένων
αρχ.
1. παρέα, συντροφιά
2. το ένα δέκατο, η δεκάτη
3. φρ. «ἡ ἀττική δεκάς» — οι δέκα αττικοί ρήτορες
4. φρ. «Λύκου δεκάς» — η παρέα του Λύκου, δηλ. αυτοί που δωροδοκούσαν δικαστές στην Αθήνα.
Greek Monotonic
δεκάς: -άδος, ἡ (δέκα),
I. 1. δεκάδα, όμιλος από δέκα, Λατ. decuria, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. δέκα άνθρωποι που έχουν δωροδοκηθεί,
II. αριθμός δέκα, σε Αριστ.
Middle Liddell
δέκα
I. a decad: a company of ten, Lat. decuria, Il., Hdt.
2. a bribed company of ten.
II. the number ten, Arist.