δέννος

Revision as of 18:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A reproach, prob. in Archil.65 (pl.), Hdt.9.107, Lyc.777 (pl.), Herod.7.104.    II δεννόν· κακολόγον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 546] (δεινός?), ὁ, Beschimpfung, Schande, Her. 9, 107 u. sp. D., wie Lyc. 777.

Greek (Liddell-Scott)

δέννος: ὁ, λοιδωρία, κακολογία, ὕβρις, Ἡρόδ. 9. 107, Λυκ. 777.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
reproche outrageant, outrage.
Étymologie: DELG pas d’étym.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ ultraje Archil.179.2, γυναικὸς κακίω ἀκοῦσαι δ. μέγιστός ἐστι oír que uno es peor que una mujer es el máximo ultraje Hdt.9.107, δέννοις κολασθείς Lyc.777, cf. Herod.7.104.

• Etimología: Etim. oscura, prob. c. geminación expresiva.

Greek Monolingual

δέννος, ο (Α)
ψόγος, κατηγορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., με εκφραστικό διπλασιασμό του -ν-].

Greek Monotonic

δέννος: ὁ, κακολογία, λοιδορία, ύβρη, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέννος -ου, ὁ belediging.

Russian (Dvoretsky)

δέννος: ὁ злословие, брань, поношение Her.