ψόγος
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
ὁ, (ψέγω)
A blamable fault, blemish, flaw, ἄνευ ψόγου τετυγμένος Simon.5.2.
II blame, censure, ὀνείδεα καὶ ψ. Xenoph.11.2; σκοτεινὸς ψ. Pi.N.7.61; μὴ τὸν ἀνθρώπειον αἰδεσθῇ ψόγον A.Ag. 937, cf. E.Ph.94: pl., ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant.759; οὐ ψιλῶ ψόγους κλύειν cj. for ψόφους in E.Ion630; also in Com. and Prose, Ar.Th.146,895, etc.; τοῖς πέλας ψ. ἐπενεγκεῖν Th.1.70, cf. 2.45; ψ. φέρειν Pl.Smp. 182a; ψ. ἔχειν to be blamed, Id.Lg.823b; ψ. ἀμουσίας ὑφέξοντα Id.R.403c: pl., ἐγκώμιά τε καὶ ψόγους ποιεῖν ἀλλήλοις lampoons, Id.Lg.829c, cf. Grg.483c, al., Arist.Po.1448b27; τὸ.. κάλλος καὶ ψ. πολλῶν γέμει Men.703:—c. dat., ἄλγος σοί, ψ. δὲ σῷ πατρί E.Hel.987.
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, eigtl. Verkleinerung, Verminderung, dah. Herabsetzung, Herabwürdigung, Tadel; Pind. N. 7, 61; Simonds. fr. 139; Aesch. Ag. 911 u. öfter; Soph. Ant. 755; oft Eur., z. B. μή μοι ἔλθοι φαῦλος ψόγος Phoen. 94, ψόγον τρέμουσα δημοτῶν El. 643; Ar. Th. 146; u. in Prosa: Thuc. 1, 70; ψόγον φέρειν Plat. Conv. 182 a; ψόγον ἀμουσίας ὑφέξοντα Rep. III, 403 c; Gegensatz ἔπαινος Legg. VII, 823 b; ἐγκώμια καὶ ψόγους ποιεῖν ἀλλήλοις VIII, 829 c.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
blâme, reproche.
Étymologie: ψέγω.
Russian (Dvoretsky)
ψόγος: ὁ ψέγω порицание, хула, укор Pind., Trag., Arst., Men.: ψόγον φέρειν, ἔχειν или ὑπέχειν Plat. подвергаться порицанию; εἰς или πρὸς ψόγον ἄγειν и ψόγους ποιεῖν Plat. порицать, корить; ψόγον ἐπενεγκεῖν τινι Thuc. порицать кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
ψόγος: ὁ, (ψέγω) σφάλμα ἀξιόμεμπτον, ἔλλειψις, μῶμος, ἄνευ ψόγου τετυγμένος Σιμωνίδ. 8. (12). 2. ΙΙ. μομφή, κατάκρισις, ἀποδοκιμασία, ἀντίθετον τῷ ἔπαινος, σκοτεινὸς ψ. Πινδ. Ν. 7. 90· τὸν ἀνθρώπειον αἰδεσθεὶς ψόγον Αἰσχύλ. Ἀγ. 937· καὶ ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμὲ Σοφ. Ἀντιγ. 759. οὐ φιλῶ ψόγους κλύειν Εὐρ. Ἴων 630· ― ὡσαύτως παρὰ τοῖς Ἀττ. κωμικοῖς καὶ πεζογράφοις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 146, 895· ψόγον τινὶ ἐπενεγκεῖν Θουκ. 1. 70, πρβλ. 2. 45· ψόγον φέρειν Πλάτ. Συμπ. 182Α· ψ. ἔχω, ψέγομαι, κατακρίνομαι, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 182Β· ψ. ἀμουσίας ὑφέξονται ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 403C· ― ἐν τῷ πληθ., ψόγους ποιεῖν, στίχους ποιεῖν, σατυρίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 829C· (ἔνθ’ ἀντίκειται τῷ ἐγκώμιον), πρβλ. Γοργ. 483Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ποιητ. 4. 8· τὸ.. κάλλος καὶ ψόγων πολλῶν γέμει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 155· ― μετὰ δοτ., ἄλγος σοί, ψ. δὲ σῷ πατρὶ Εὐρ. Ἑλ. 987.
English (Slater)
ψόγος fault-finding σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (N. 7.61)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
μομφή, κατάκριση, κατηγορία
αρχ.
1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι
2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» — κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.)
β) «ψόγους ποιῶ» — συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ψέγω].
Greek Monotonic
ψόγος: ὁ (ψέγω)·
I. αξιόμεμπτο σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι, σε Σιμων.
II. κατηγορία, επίκριση, μομφή, αποδοκιμασία, σε Πίνδ., Τραγ., κ.λπ.· ψόγοντινὶ ἐπενεγκεῖν, σε Θουκ.
Middle Liddell
ψόγος, ὁ, ψέγω
I. a blamable fault, a blemish, flaw, Simon.
II. blame, censure, Pind., Trag., etc.; ψόγον τινὶ ἐπενεγκεῖν Thuc.
Mantoulidis Etymological
(=κατηγορία). Ἀπό τό ψέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
vituperatio, blame, censure, 1.70.1, 2.45.2.
Translations
censure
Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur
rebuke
Bulgarian: мъмрене, порицание, укор; Catalan: reprensió, esbroncada, esbronc; Chinese Czech: výčitka; Dutch: verwijt, berisping; Esperanto: riproĉo; Finnish: soimaus, ankara kritiikki, haukkuminen; French: reproche, réprimande; Galician: bronca; Georgian: საყვედური; German: Tadel, Anschiss, Rüge, Schelte, Zurechtweisung, Vorhaltung; Greek: μομφή, επίπληξη, παρατήρηση; Ancient Greek: βλασφημία, ἔνιγμα, ἐνιπή, ἐπικρότησις, ἐπίπλαξις, ἐπίπληγμα, ἐπίπληξις, ἐπίρρησις, ἐπιτίμησις, μέμψις, μομφή, ὁμοκλή, ὄνειδος, προφορά, ψόγος; Irish: spreagadh, aifirt; Italian: rimbrotto, reprimenda, rimprovero, richiamo, ammonimento, disappunto, rampogna; Nepali: गाली; Persian: سرکوفت, عتاب; Polish: zbesztanie, besztanina; Portuguese: bronca, crítica, repreensão, censura; Russian: выговор, укор, упрёк; Scottish Gaelic: achmhasan; Spanish: reproche, reprensión, reprimenda, reprobación, regañina, regaño; Ukrainian: докір, дорікання, догана, зауваження