δενδρόκομος

Revision as of 18:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A grown with wood, ἐναύλεια E.Hel.1107 (lyr.); ὀρέων κορυφαί Ar.Nu. 280 (lyr.).    II δενδροκόμος, ον, tree-tending, Nonn.D.47.182, 199.

German (Pape)

[Seite 546] mit Bäumen belaubt, ὀρέων κορυφαίθτ. Nubb. 280; ἐναύλεια Eur. Hel. 1108.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρόκομος: -ον, (δένδρ. κόμη) ὁ δένδροις κατάφυτος, κατακεκαλυμμένος, ἐναύλεια Εὐρ. Ἑλ. 1107· ὀρέων κορυφαὶ Ἀριστοφ. Νεφ. 280. Ἴδε Κόντου Ἐφημ. Φιλομ. 1880, 259.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d’arbres.
Étymologie: δένδρον, κόμη.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [ép. gen. -οιο Nonn.D.47.182]
1 cubierto de árboles, frondoso ἔναυλοι E.Hel.1107, cf. Nonn.D.2.401, ὀρέων κορυφαί Ar.Nu.280
de una ciu., Nonn.D.13.513.
2 poét. cuidador de árboles μακέλλη Nonn.l.c.

Greek Monolingual

ο
βλ. δενδροκόμης.

Russian (Dvoretsky)

δενδρόκομος: поросший лесом, облесенный (ἐναύλεια Eur.; ὀρέων κορυφαί Arph.).