δενδροκόμης
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
δενδροκόμου, ὁ, = δενδρόκομος 1, AP5.18 (Rufin.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ arbolado, cubierto de árboles ὁ δ. Ἐρύμανθος AP 5.19 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 546] ὁ, = folgdm, Rufin. 14 (V, 19).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m;
c. δενδροκόμος.
Étymologie: δένδρον, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
δενδροκόμης: Anth. = δενδρόκομος.
Greek (Liddell-Scott)
δενδροκόμης: -ου, ὁ, = δενδροκόμος, Ἀνθ. Π. 5. 19.
Greek Monolingual
δενδροκόμης και δενδρόκομος, ο (Α)
πυκνά σκεπασμένος με δένδρα («ὑψηλών ὀρέων κορυφάς ἔπι δενδροκόμους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + κόμη «τα μαλλιά»].
Greek Monotonic
δενδροκόμης: -ου, ὁ (κομέω), λέγεται για ξυλοκόπο, σε Ανθ.
Middle Liddell
κομέω
of a woodman, Anth.