δεσποτικῶς

Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

French (Bailly abrégé)

adv.
despotiquement.
Étymologie: δεσποτικός.

Russian (Dvoretsky)

δεσποτικῶς: самовластно, деспотически (συμμαχικῶς ἀλλ᾽ οὐ δ. βουλεύεσθαι Isocr.; διακεῖσθαι Dem.; ἄρχειν Arst., Polyb.; βιάζεσθαι Plut.).