συμμαχικῶς
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
French (Bailly abrégé)
adv.
en allié.
Étymologie: συμμαχικός.
Russian (Dvoretsky)
συμμᾰχικῶς: как союзники, как подобает союзникам (περί τινος βουλεύεσθαι Isocr.).