διαβόρος

Revision as of 18:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω)

   A devouring, νόσος S.Tr.1084, Ph.7.    II διάβορος, ον, Pass., eaten up, consumed, Id.Tr.676; cf. διάβαρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge.
Étymologie: διαβιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ον
devorador, que consume νόσος S.Tr.1084, Ph.7, cf. Tx.H.12.793.

Greek Monotonic

διαβόρος: -ον (διαβι-βρώσκω),·
I. αυτός που καταβροχθίζει, κατατρώγει, φθείρει, σε Σοφ.
II. προπαροξ., διάβορος, -ον, Παθ., αυτός που έχει καταναλωθεί πλήρως, αφανισμένος εντελώς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διαβόρος: разъедающий, разрушающий (νόσος δ. πόδα Soph.).