διαλογιστική

Revision as of 18:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
s.e. τέχνη ou δύναμις;
l’art ou la faculté de raisonner.
Étymologie: διαλογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαλογιστική: ἡ (sc. τέχνη или δύναμις) искусство или способность рассуждать Plut.