διαλογίζομαι

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλογίζομαι Medium diacritics: διαλογίζομαι Low diacritics: διαλογίζομαι Capitals: ΔΙΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: dialogízomai Transliteration B: dialogizomai Transliteration C: dialogizomai Beta Code: dialogi/zomai

English (LSJ)

A pf. -λελόγισμαι Amphis 33.9:—balance accounts, πρός τινα D.52.3; τινί PSI5.510.10 (iii B.C.):—Pass., SIG241C127 (Delph., iv B.C.).
2 calculate exactly, ὁπόσον… Diph.43.15, cf. Amphis l.c.; consider, ἀεί τι δ. καλόν Democr.112, cf. Isoc.6.90, Men.Epit.36; κενὰ δ. ib.347; πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45; stop to consider, D.18.98; distinguish between, τὰ καλὰ καὶ τὰ μή Aeschin.1.18.
II debate, argue, περί τινος X.Mem.3.5.1.
III impute, τί τινι LXX 2 Ki.19.19(20).
IV c. acc. loci. hold a circuit court (Lat. conventus) for a district, PRyl. 74.8 (ii A.D.), POxy.484.24 (ii A.D.); ἐν Ἰονλιοπόλει BGU903.18 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

1 calcular τοῖς συμπλέουσιν ὁπόσον ἐπιβάλλει μέρος Diph.42.15, cf. Amphis 33.9, τὰς διαιρέσεις πρός τε τὰς κεντροθεσίας Vett.Val.235.9, ἀφαιρεῖν τοῦ αἵματος κατὰ τὴν ἕξιν καὶ τὴν ἡλικίην διαλογιζόμενον τὸ πλεῖον καὶ τὸ ἔλασσον extraer una cantidad de sangre mayor o menor calculándola según su estado y su edad Hp.Acut.(Sp.) 6
consultar, asesorarse c. πρὸς y ac. πρὸς τὸν πατέρα τὸν ἐμόν D.52.3, πρὸς Εὐ[κλῆν περὶ] τῆς γεωμετρίας PCair.Zen.572 (III a.C.), c. dat. ἐναντίον Ἀρχεβιάδου τῷ Λύκωνι D.52.18, cf. PSI 510.10, PCair.Zen.291.7 (ambos III a.C.)
en v. pas. ταῦτα διελογίσθη ποτὶ τοὺς ναοποιούς se liquidaron ante los encargados de la construcción del templo estas cuentas, CID 32.20 (IV a.C.)
abs. hacer los cálculos, clarificar las cuentas D.36.60
fig. recapitular πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς διαλογισώμεθα Pl.Sph.231c.
2 pensar en, reflexionar sobre, ponderar, someter a consideración τι ... καλόν Democr.B 112, τἆλλα Pl.Ti.59c, cf. Isoc.17.9, ἁπλοῦν τι D.44.35, cf. 30.30, ἃ χρή Isoc.6.90, ταῦτα ... πρὸς ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45, κενά Men.Epit.388, cf. Asp.2, Thphr.Char.1.5, κακά LXX Pr.17.12, cf. Ps.9.23, 4Ma.8.11, Ph.2.243, D.H.2.45, 3.23, D.S.11.42, Plu.2.600c, 1092c, Luc.Merc.Cond.31, Manes 77.13, c. ac. int. ἀγεννεῖς τινας διαλογισμούς Arr.Epict.1.9.11, c. complet. de part. τὸν ... Διονύσιον πλεονάκις ἡττημένον D.S.14.64, c. interr. indir. πῇ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.HG 6.4.20, ὑπὲρ οἷα πεποιηκότων ἀνθρώπων κινδυνεύσετε D.18.98, πῶς ἑκάστοις χρήσονται Plb.11.2.5, cf. Plu.2.556a, c. complet. ὅτι D.23.26, c. inf. διελογίζετο πρὸς αὑτὸν ... μὴ δυνήσεσθαι τὴν ἐπίθεσιν ποιήσασθαι D.S.20.12, cf. 13.36, introduciendo estilo dir. διελογιζόμην· ἐμοὶ τί παιδοτροφίας καὶ κακῶν; yo pensaba: ¿qué necesidad tengo de andar criando niños y disgustos? Men.Epit.77, εἰ μὴ ... πρὸς ἑαυτὴν διελογίζοιτο «τίς οὗτος» Plot.5.3.3, cf. Aristaenet.1.6.13, c. giros prep.: c. περί y gen. X.Mem.3.5.1, c. ὑπέρ y gen. LXX 2Ma.12.43, abs. Hp.Epid.1.25, Plu.Nic.16, ἱκανῶς διαλογισάμενοι Pl.Phlb.58d, cf. D.S.20.13, D.L.7.48, Heracleo en Origenes Io.19.19, οἱ δέ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς ellos pensaban en su interior, Eu.Matt.16.7, cf. 8, Eu.Marc.2.8, Eu.Luc.5.21, Herm.Vis.1.1.2, καλῶς διαλογίζεσθαι πρὸς ἕκαστον τῶν συμβαινόντων reflexionar correctamente sobre cada uno de los acontecimientos Aristeas 256
en ret. recapitular por medio de una supuesta reflexión en voz alta, Anaximen.Rh.1433b34
fig. διελογισάμην τὰς ὁδούς σου he ponderado tus caminos LXX Ps.118.59
tomar en cuenta, tener en consideración μὴ διαλογισάσθω ὁ κύριός μου ἀνομίαν LXX 2Re.19.20
determinar τί τοῖς πλείστοις ἀρέσκει S.E.P.1.89.
3 distinguir, diferenciar τὰ καλὰ καὶ τὰ μή Aeschin.1.18, ταῦτα δὴ διαλογισάμενοι Anaximen.Rh.1440b24.
4 celebrar la sesión judicial de c. ac. de lugar, ref. al conuentus administrativo y judicial celebrado anualmente por el prefecto en varios distritos ἐὰν ὁ κράτιστος ἡγεμὼν ... τὸν νομὸν διαλογίζηται ἢ δικαιοδοτῇ POxy.484.24 (II d.C.), cf. BGU 903.18 (II d.C.), τὴν Θηβαΐδα καὶ τοὺς Ἑπτὰ νομούς PRyl.74.8 (II d.C.), en v. pas. ἐὰν ὁ νομός διαλογίζηται ἢ δικαιοδοτῆται POxy.2852.32 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 587] dep. med., 1) mit Einem zusammen-u. abrechnen, πρός τινα, Dem. 52, 3; vgl. 25, 25; dah. überlegen, erwägen, πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Plat. Soph. 231 c u. öfter; Is. 7, 45 u. Folgde; τὰ καλὰ καὶ τὰ μή Aesch. 1, 18. – 2) mit einander über philosophische Dinge sprechen, περί τινος, Xen. Mem. 3, 5, 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαλογιοῦμαι, etc.
I. (λογίζομαι calculer) faire ses comptes ; en gén. calculer exactement;
II. (λογίζομαι raisonner);
1 distinguer par la réflexion;
2 discuter;
NT: raisonner ; réfléchir ; penser.
Étymologie: διά, λογίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λογίζομαι berekenen. overwegen:. τι... καλόν δ. iets moois bedenken Democr. B 112; πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς διαλογισώμεθα laten we bij onszelf overwegen Plat. Sph. 231c. discussiëren:. δ. περὶ αὐτῶν erover discussiëren Xen. Mem. 3.5.1.

Russian (Dvoretsky)

διαλογίζομαι:
1 производить расчет, рассчитываться (πρός τινα Dem.);
2 делать подсчет, рассчитывать, соображать, размышлять (πρὸς ἑαυτόν Isocr., Plat., Isae.);
3 отличать друг от друга, различать (τὰ καλὰ καὶ τὰ μή Aeschin.);
4 рассуждать, обсуждать (περί τινος Xen.).

English (Strong)

from διά and λογίζομαι; to reckon thoroughly, i.e. (genitive case) to deliberate (by reflection or discussion): cast in mind, consider, dispute, muse, reason, think.

English (Thayer)

deponent middle; imperfect διελογιζομην; (1st aorist διελογισάμην, διά as in διαλέγομαι); "to bring together different reasons, to reckon up the reasons, to reason, revolve in one's mind, deliberate": simply, ἐν τῇ καρδία, περί τίνος, ἐν ἑαυτῷ (or ἑαυτοῖς), within himself, etc., ἐν ἑαυτοῖς equivalent to ἐν ἀλλήλοις among themselves, πρός ἑαυτούς equivalent to πρός ἀλλήλους, one turned toward another, one with another, L T Tr WH; πρός ἀλλήλους, παῥ ἑαυτοῖς (see παρά, II. c.), L Tr WH text ἐν ἑαυτοῖς); ὅτι, ὅτι equivalent to περί τούτου ὅτι, חָשַׁב several times in the Psalm; Plato and Xenophon down.)

Greek Monolingual

και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) λογίζομαι
στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι
αρχ.
1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον
2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω
3. επιρρίπτω
4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα.

Greek Monotonic

διαλογίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. 1. λογαριάζω κάτι με κάποιον, σταθμίζω κάτι στο νου, πρός τινα, σε Δημ.
2. σκέφτομαι σφαιρικά, σταματώ για να συλλογιστώ, υπολογίζω με ακρίβεια, στον ίδ.· διακρίνω ανάμεσα σε, σε Αισχίν.
II. συνδιαλέγομαι, επιχειρηματολογώ, εξετάζω, περί τινος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

διαλογίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι· πρκμ. -λελόγισμαι Ἄμφις Φιλ. 1.9· ἀποθ., λογαριάζομαι μετά τινος, ἐξισάζω τοὺς λογαριασμούς, προς τινα Δημ. 1236. 17. 2) λογαριάζω, ὑπολογίζω ἀκριβῶς, ὁπόσον... Διφίλ. Ζωγρ. 1. 15, πρβλ. Ἄμφιν ἔνθ᾽ ἀνωτ.· -κάμνω ἀκριβῆ λογαριασμόν τινος πράγματος, σκέπτομαι περί τινος, πρὸς ἑαυτὸν Ἰσαῖ. 68. 14, Ἰσοκρ. 134 D· διακρίνω, τὰ καλὰ καὶ τὰ μὴ Αἰσχίν. 3.30. ΙΙ. συνδιαλέγομαι, συζητῶ, ἐξετάζω κρίνων, περί τινος Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 1.

Middle Liddell

fut. Attic ιοῦμαι
I. Dep. to balance accounts, πρός τινα Dem.
2. to take full account of, to stop to consider, Dem.: to distinguish between, Aeschin.
II. to converse, debate, argue, περί τινος Xen.

Chinese

原文音譯:dialog⋯zomai 笛阿-羅居索買
詞類次數:動詞(16)
原文字根:經過-放置(化) 相當於: (חָשַׁב‎ / חֹשֵׁב‎)
字義溯源:深思熟慮,思考,思索,思想,猜疑,認真考慮,反復思想,商議,議論;由(διά)*=通過)與(λογίζομαι)=數算)組成;其中 (λογίζομαι)出自(λόγος)=話),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
同源字:1) (διαλογίζομαι)沉思熟思 2) (διαλογισμός)議論 3) (λέγω / εἴρω)陳述參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(16);太(3);可(7);路(6)
譯字彙編
1) 議論(5) 太16:7; 太16:8; 可2:8; 可2:8; 路5:21;
2) 你們⋯議論(2) 可9:33; 路5:22;
3) 商議(2) 太21:25; 路20:14;
4) 他⋯思想(1) 路12:17;
5) 他們⋯議論說(1) 可8:16;
6) 他們⋯商議(1) 可11:31;
7) 反覆思想(1) 路1:29;
8) 議論說(1) 可2:6;
9) 你們就議論(1) 可8:17;
10) 猜疑著(1) 路3:15