adv.avec distinction, avec éclat.Étymologie: διαπρεπής.
διαπρεπῶς adv. van διαπρεπής.
διαπρεπῶς: превосходно, великолепно, отменно (χρυσῷ δ. ἠσκημένα ὅπλα Plut.).