διατεθρυμμένως

Revision as of 18:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Adv., (διαθρύπτω)

   A weakly, Pl.Lg.922c.

German (Pape)

[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.

Greek (Liddell-Scott)

διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω débilmente, con debilidad ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.Lg.922c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατεθρυμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διαθρύπτω, slap, zwak.

Russian (Dvoretsky)

διατεθρυμμένως: расслабленно, безвольно (ἀνοήτως καὶ δ. Plat.).