διατεθρυμμένως

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατεθρυμμένως Medium diacritics: διατεθρυμμένως Low diacritics: διατεθρυμμένως Capitals: ΔΙΑΤΕΘΡΥΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: diatethrymménōs Transliteration B: diatethrymmenōs Transliteration C: diatethrymmenos Beta Code: diateqrumme/nws

English (LSJ)

Adv., (διαθρύπτω) weakly, Pl.Lg.922c.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω débilmente, con debilidad ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι ref. al espíritu, Pl.Lg.922c.

German (Pape)

[Seite 605] weichlich, üppig, Plat. Legg. XI, 922 c.

Russian (Dvoretsky)

διατεθρυμμένως: расслабленно, безвольно (ἀνοήτως καὶ δ. Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διατεθρυμμένως: ἐπίρρ. (διαθρύπτω) ἐκτεθηλυμμένως, Πλάτ. Νόμ. 922C.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατεθρυμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van διαθρύπτω, slap, zwak.