διήρεσα

Revision as of 18:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. διερέσσω.

Greek (Liddell-Scott)

διήρεσα: ἴδε ἐν λ. διερέσσω.

English (Autenrieth)

see διερέσσω.

Spanish (DGE)

v. διερέσσω.

Greek Monotonic

διήρεσα: αόρ. αʹ του διερέσσω.

Russian (Dvoretsky)

διήρεσα: aor. к διερέσσω.