A v. διερέσσω.
διήρεσα: ἴδε ἐν λ. διερέσσω.
see διερέσσω.
v. διερέσσω.
διήρεσα: αόρ. αʹ του διερέσσω.
διήρεσα: aor. к διερέσσω.