διοίκισις

Revision as of 18:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A removal, change of abode, Lys. 32.14.

Greek (Liddell-Scott)

διοίκισις: -εως, ἡ, διασπορά, μετοίκισις, μετατόπισις, ἐν τῇ διοικίσει, ὅτ’ ἐκ Κολλυτοῦ διῳκίζετο εἰς… Λυσ. 961, ἐν τέλ.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ cambio de domicilio Lys.32.14.

Greek Monolingual

διοίκισις, η (Α) διοικίζω
μετοίκηση, μετακόμιση.

Russian (Dvoretsky)

διοίκῐσις: εως ἡ переселение, переезд Lys.