δυσαπαλλαξία

Revision as of 18:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπαλλαξία: ἡ, ἡ δυσκολία πρός ἀπαλλαγὴν ἀπό τινος, ἐπιμονή, Πλάτ. Φιλήβ. 46C· ‒ τὰ χφα παρέχουσι δυσαπαλλακτία, ἀλλ᾿ ἴδε Λοβ. Φρύν. 509.

Russian (Dvoretsky)

δυσαπαλλαξία: v. l. = δυσαπαλλακτία.